σχέσις: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σχέσις]], εως, [[σχεῖν]]<br /><b class="num">1.</b> a [[state]], [[condition]], Luc.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], the [[nature]] [[quality]], [[fashion]] of a [[thing]], Aesch., Xen., etc.
|mdlsjtxt=[[σχέσις]], εως, [[σχεῖν]]<br /><b class="num">1.</b> a [[state]], [[condition]], Luc.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], the [[nature]] [[quality]], [[fashion]] of a [[thing]], Aesch., Xen., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fashion]], [[manner]], [[shape]], [[style]]
}}
}}

Revision as of 15:43, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχέσις Medium diacritics: σχέσις Low diacritics: σχέσις Capitals: ΣΧΕΣΙΣ
Transliteration A: schésis Transliteration B: schesis Transliteration C: schesis Beta Code: sxe/sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἔχω, σχεῖν)

   A state, condition, σ. τοῦ σώματος habit of body, much like διάθεσις, which is alterable, opp. ἕξις (constitution or temperament, which is permanent), Hp.Art.8; hence ἐν σχέσει, of temporary, passing conditions, opp. those which have become constitutional (ἐν ἕξει), Gal.10.533; τί διαφέρει σ. ἕξεως; Luc.Symp.23, cf. Herm.81; σ. ἀθλητική the habit of an athlete, D.L.5.67.    b stationary condition, whether stable or not, opp. κίνησις, Stoic.3.19, 2.115 (pl.), Apollod.ib.3.260, Plot.3.1.7; ἐν σχέσει, opp. ἐν κινήσει, but inclusive of ἐν ἕξει, Stoic.3.26.    2 generally, nature, quality, οὔτ' εἶδος, . . οὔθ' ὅπλων σ. A.Th.507; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σ. Pl.Ti.24b; τριχῶν καὶ ἐσθῆτος X.Smp.4.57; ἐν ταύτῃ τῇ σ. διάγει τὸν βίον D.45.68, cf. Epicur.Nat.2.2; κρεᾴδια . . δροσώδη τὴν σχέσιν Alex.124.12.    3 expression, attitude, Phld.Acad.Ind.pp.50,53 M.; position, posture, as in dancing, Plu.2.747c.    4 relation, Arist.Fr.182, Zeno Stoic.1.49, etc.; ἡ πρός τι σ. D.L.9.87: abs., Sch.Ar.Pl.2: also, relationship, Arr.Epict.4.6.26 (but σχέσιν ἀδελφικὴν ἔχειν πρός τινα to be fraternally disposed towards... POsl.55.6 (ii/iii A.D.); φιλικὴ σ. POxy.1588.3 (iv A.D.)).    b Gramm., relation, A.D.Adv. 183.3, al.: also in Metric, κατὰ σχέσιν εἶναι or γεγράφθαι or be relative, i.e. composed with strophic correspondence, Aristid.Quint.1.29, Heph.Poëm.3, Sch.Ar.Nu.518.    5 αἱ δέκα σ., = the ten categories or σχήματα τῆς κατηγορίας, Theol.Ar.59, Iamb.in Nic.p.11P.    6 αὗται αἱ σ., ἑπτὰ οὖσαι the seven positions (sc. ἄνω, κάτω κτλ.), Cleom. 1.1; 'up' and 'down' were not relative (οὐ κατὰ σχέσιν) according to the Stoics, Stoic.2.176.    II checking, retention, τῆς καθάρσιος (pus or phlegm) Hp.Aph.7.80; τοῦ οὔρου Id.Epid.5.79; opp. ῥοή, Pl.Cra.424a.    III possession, Aristaenet.1.19; ὅπλων bearing, Pl.R.452c.

German (Pape)

[Seite 1054] ἡ, wie ἕξις, u. das lat. habitus von habere, Haltung, Zustand, Beschaffenheit; ὅπλων, Aesch. Spt. 489; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχέσις, Plat. Tim. 24 b; bes. Leibesbeschaffenheit, Befinden, wobei die Aerzte Krankheiten ἐν ἕξει, die schon habituell, zum gewohnten Zustande geworden, von denen ἐν σχέσει, die sich als vorübergehend leicht vertreiben lassen, unterscheiden; übh. Verfassung; Galen. Vgl. Luc. τί διαφέρει σχέσις ἕξεως, Conv. 23. – Das Zurückhalten, Festhalten, περὶ ῥοῆς τε καὶ σχέσεως Plat. Crat. 424 a; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σχέσις: -εως, ἡ, (ἔχω, σχεῖν) κατάστασις, σχέσις σώματος, κατάστασις τοῦ σώματος, σχεδὸν ὡς τὸ διάθεσις, ἥτις μεταβάλλεται, ὅθεν ἀντίθετον τῷ ἕξις (κρᾶσις, φυσικὴ σύστασις, ἥτις διαμένει ἀμετάβλητος), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 784, ὅθεν, πρόσκαιροι ἢ παροδικοὶ νόσοι λέγονται οὖσαι ἐν σχέσει, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς χρονίας, αἵτινες αὐτὴν τὴν σύστασιν τοῦ σώματος ἔχουσι καταλάβει (ἐν ἕξει), Γαλην.· σχέσις ἕξεως Λουκ. Συμπ. 23, πρβλ. Ἑρμότ. 81· σχ. ἀθλητική, ἡ κατάστασις τοῦ ἀθλητοῦ, Διογ. Λ. 5. 67. 2) καθόλου, ἡ φύσις, ποιότης, τὸ εἶδος πράγματός τινος οὔτ’ εἶδος, ... οὔθ’ ὅπλων σχ. Αἰσχύλ. Θήβ. 507· ἡ τῶν ὅπλων σχ. Πλάτ. Πολ. 452C· ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 24Β· τριχῶν καὶ ἐσθῆτος Ξεν. Συμπ. 4, 57· βίου σχ., τρόπος ζωῆς, Δημ. 1122. 25 κρέα... δροσώδη τὴν σχέσιν Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 12. 3) θέσις, στάσις, οἷον ἐν ὀρχήσει, Πλούτ. 2. 747Β. 4) ὡς καὶ νῦν, σχέσις, σχ. ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Ἀριστ. Ἀποσπ. 178· ἡ πρός τι σχ. Διογ. Λ. 9. 87· ἀπολ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 2· ὡσαύτως, συγγένεια. Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 26· ― καὶ ἐν τῇ μετρικῇ, κατὰ σχ. εἶναι, ἔχειν σχέσιν, ὡς ἡ στροφὴ καὶ ἀντιστροφή, Ἀριστείδ. Κόϊντ. περὶ Μουσ. 58. 8, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 518, Ἡφαιστ. ΙΙ. ἐπίσχεσις, ἀναστολή, τῆς καθάρσιος, τῶν ἐπιμηνίων Ἱππ. Ἀφ. 1261, Ἀριστ. σ. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 11· τοῦ οὔρου Ἱππ. 1159F· ἀντίθετον τῷ ῥοή, Πλάτ. Κρατ. 424Α. ΙΙΙ. κτῆσις, κατοχή, Ἀρισταίν. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. manière d’être, d’où
1 en gén. manière d’être, caractère, nature;
2 constitution, tempérament;
II. disposition naturelle des choses, convenance, relation, rapport.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monotonic

σχέσις: -εως, ἡ (σχεῖν),
1. κατάσταση, συνθήκη, σε Λουκ.
2. γενικά, φυσική κατάσταση του σώματος, κράση, ιδιοσυγκρασία, φύση, ποιότητα ενός πράγματος, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

σχέσις: εως ἡ
1) манера держаться: τί διαφέρει σ. ἕξεως; Luc. чем отличаются манеры от навыков?;
2) позиция, фигура (sc. τῆς ὀρχήσεως Plut.);
3) состояние, (тело)сложение (ἀθλητική Diog. L.);
4) характер, форма, манера: ἡ τῶν ὅπλων σ. Aesch., Plat. характер (виды) оружия; σ. καὶ τριχῶν καὶ ἐσθῆτος Xen. манера убирать волосы (т. е. прическа) и покрой одежды; βίου σ. Dem. образ жизни;
5) отношение: τὸ δεξιὸν κατὰ τὴν πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῖται Diog. L. правое мыслится лишь по отношению к чему-л. другому;
6) сношения, связь (ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Arst.);
7) задержка, остановка Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχέσις -εως, ἡ [ἔχω] het vasthouden, hanteren:. ὅπλων σχέσιν het hanteren van wapens Aeschl. Sept. 507. toestand, conditie:. σχέσις τοῦ σώματος de conditie van het lichaam Hp. Art. 8; τί διαφέρει σχέσις ἕξεως; wat is het verschil tussen een voorbijgaande en een permanente toestand? Luc. 17.23. geneesk. het tegenhouden, retentie:. σ. τῆς … καθάρσιος het stoppen van de purgering Hp. Aph. 7.80.

Middle Liddell

σχέσις, εως, σχεῖν
1. a state, condition, Luc.
2. generally, the nature quality, fashion of a thing, Aesch., Xen., etc.

English (Woodhouse)

fashion, manner, shape, style

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)