ἄφραστος: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afrastos
|Transliteration C=afrastos
|Beta Code=a)/frastos
|Beta Code=a)/frastos
|Definition=ον, (φράζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unutterable]], [[marvellous]], ἄ. ἠδ' ἀνόητα <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>80</span>; οὐδὲν -ότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν <span class="bibl">Hom.<span class="title">Epigr.</span>5.2</span>; πέδη <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1057</span>; [[inexpressible]], μέριμνα <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>165</span> codd.; [[too wonderful for words]], φάτις <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>694</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (φράζομαι) [[not perceived]], [[unseen]], h.Merc.353; [[not to be observed]], [[known]], or [[guessed]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>95</span> (lyr.); [[incomprehensible]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>46</span>; <b class="b3">κατακρύπτει ἐς τὸ -ότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι [χωρίον</b>] the place [[least likely to be thought of]], <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.δ; [[unforeseen]], <span class="bibl">A.R.2.824</span>. Adv. -τως [[beyond thought]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1262</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Act., of persons, [[beside themselves]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>776</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[giving no sign]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>9.134</span>, <span class="bibl">22.82</span>.</span>
|Definition=ον, ([[φράζω]]) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unutterable]], [[marvellous]], ἄ. ἠδ' ἀνόητα <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>80</span>; οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν <span class="bibl">Hom.<span class="title">Epigr.</span>5.2</span>; πέδη <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1057</span>; [[inexpressible]], μέριμνα <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>165</span> codd.; [[too wonderful for words]], [[φάτις]] <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>694</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (φράζομαι) [[not perceived]], [[unseen]], h.Merc.353; [[not to be observed]], [[not to be known]], or [[not to be guessed]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>95</span> (lyr.); [[incomprehensible]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>46</span>; <b class="b3">κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατονοἱ ἐφαίνετο εἶναι [χωρίον]</b> the [[place]] [[least]] [[likely]] to be thought of, <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.δ; [[unforeseen]], <span class="bibl">A.R.2.824</span>. Adv. [[ἀφράστως]] = [[beyond thought]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1262</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Act., of persons, [[beside themselves]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>776</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[giving no sign]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>9.134</span>, <span class="bibl">22.82</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφραστος''': -ον, ([[φράζω]]) [[ἀνέκφραστος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[παράδοξος]], [[θαυμαστός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· [[πέδη]] Σοφ. Τρ. 1029· ― [[ἀπερίγραπτος]], [[μέριμνα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· [[φάτις]] Σοφ. Τρ. 694· ― [[ἄφατος]], [[ἀναρίθμητος]], σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, [[ἀόρατος]], [[ἄφραστος]], γένετ’ ὦκα βοῶν [[στίβος]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον [[χωρίον]], [[θέσις]] περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, [[ὄλεθρος]] Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., [[ἀλόγιστος]], ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.
|lstext='''ἄφραστος''': -ον, ([[φράζω]]) [[ἀνέκφραστος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[παράδοξος]], [[θαυμαστός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· [[πέδη]] Σοφ. Τρ. 1029· ― [[ἀπερίγραπτος]], [[μέριμνα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· [[φάτις]] Σοφ. Τρ. 694· ― [[ἄφατος]], [[ἀναρίθμητος]], σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, [[ἀόρατος]], [[ἄφραστος]], γένετ’ ὦκα βοῶν [[στίβος]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον [[χωρίον]], [[θέσις]] περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, [[ὄλεθρος]] Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. [[ἀφράστως]], ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., [[ἀλόγιστος]], ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφραστος:''' -ον ([[φράζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>φράζομαι</i>), μη διακρινόμενος ή [[απαρατήρητος]], σε Αισχύλ.· τὸἀφραστότατον [[χωρίον]], [[θέση]] για την οποία είναι αδύνατο να σκεφτεί [[κανείς]], σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, απροσδόκητα, αλόγιστα, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄφραστος:''' -ον ([[φράζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>φράζομαι</i>), μη διακρινόμενος ή [[απαρατήρητος]], σε Αισχύλ.· τὸἀφραστότατον [[χωρίον]], [[θέση]] για την οποία είναι αδύνατο να σκεφτεί [[κανείς]], σε Ηρόδ.· επίρρ. [[ἀφράστως]], απροσδόκητα, αλόγιστα, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φράζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[unutterable]], [[inexpressible]], Hhymn., Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> (φράζομαι) not perceived or [[thought]] of, Aesch.; τὸ ἀφραστότατον [[χωρίον]] the [[place]] [[least]] [[likely]] to be [[thought]] of, Hdt.:—adv. -τως, [[beyond]] [[thought]], Soph.
|mdlsjtxt=[[φράζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[unutterable]], [[inexpressible]], Hhymn., Aesch., Soph.<br /><b class="num">II.</b> (φράζομαι) not perceived or [[thought]] of, Aesch.; τὸ ἀφραστότατον [[χωρίον]] the [[place]] [[least]] [[likely]] to be [[thought]] of, Hdt.:—adv. [[ἀφράστως]], [[beyond]] [[thought]], Soph.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[extraordinary]], [[unspeakable]]
|woodrun=[[extraordinary]], [[unspeakable]]
}}
}}

Revision as of 09:10, 16 November 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφραστος Medium diacritics: ἄφραστος Low diacritics: άφραστος Capitals: ΑΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: áphrastos Transliteration B: aphrastos Transliteration C: afrastos Beta Code: a)/frastos

English (LSJ)

ον, (φράζω)

   A unutterable, marvellous, ἄ. ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80; οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Hom.Epigr.5.2; πέδη S.Tr.1057; inexpressible, μέριμνα A.Pers.165 codd.; too wonderful for words, φάτις S.Tr.694.    II (φράζομαι) not perceived, unseen, h.Merc.353; not to be observed, not to be known, or not to be guessed, A.Supp.95 (lyr.); incomprehensible, Orph.L.46; κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατονοἱ ἐφαίνετο εἶναι [χωρίον] the place least likely to be thought of, Hdt.5.92.δ; unforeseen, A.R.2.824. Adv. ἀφράστως = beyond thought, S.El.1262 (lyr.).    III Act., of persons, beside themselves, Nic.Th.776.    2 giving no sign, Nonn.D.9.134, 22.82.

German (Pape)

[Seite 414] 1) unbemerkt, unbekannt, ἔργα H. h. Merc. 80, Ilgen. ἄφρατος, was kein Wort ist; ἄφραστοι κατιδεῖν, unverständlich, Aesch. Suppl. 89; φάτις, worüber man nicht urtheilen kann, Soph. Tr. 691, neben ἀξύμβλητος ἀνθρώπῳ μαθεῖν, Schol. ἀνεκδιήγητος; unsichtbar, στίβος H. h. Merc. 353; πέδη Soph. Trach. 1046; unvorhergesehen, unerwartet, ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 224, vgl. 825. – 2) nicht zu sagen, unaussprechlich, Aesch. Pers. 161; ungeheuer, Heliod. 5, 22. – 3) unvernünftig, wahnsinnig, γελᾶν Nic. Th. 776, Schol. ἀλογίστως. – Adv. ἀφράστως, unerwartet, Soph. El. 1254.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφραστος: -ον, (φράζω) ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, παράδοξος, θαυμαστός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· πέδη Σοφ. Τρ. 1029· ― ἀπερίγραπτος, μέριμνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· φάτις Σοφ. Τρ. 694· ― ἄφατος, ἀναρίθμητος, σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, ἀόρατος, ἄφραστος, γένετ’ ὦκα βοῶν στίβος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον χωρίον, θέσις περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, ὄλεθρος Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. ἀφράστως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., ἀλόγιστος, ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. indicible, inexprimable;
II. imperceptible :
1 invisible (trace de pas, etc.);
2 caché, secret;
3 incompréhensible, étrange ; mystérieux;
Sp. ἀφραστότατος.
Étymologie: ἀ, φράζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inexplicable, inefable, indecible ἄφραστα ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80, οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Ps.Hdt.Vit.Hom.213, μέριμνα A.Pers.165, φάτις S.Tr.694, ἀοιδή Orph.L.46, κηλίς E.Hipp.820, σέλας Hld.1.30.2, δεσμοί Hes.Fr.239.4, πέδη S.Tr.1057, κλύδων Hld.5.22.7.
2 inimaginable, insospechado κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι (χωρίον) Hdt.5.92δ ἰχθύες Opp.H.1.9.
3 invisible στίβος h.Merc.353, πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι A.Supp.90, ἀφράστοιο μυχῷ πεφυλαγμένον οἴκου Nonn.D.9.134, ἀφράστῳ Διόνυσος ἀνῃώρητο πεδίλῳ Nonn.D.16.342
neutr. subst. ἔκποθεν ἀφράστοιο A.R.2.824.
4 en sent. act. de pers. que no puede hablar, mudo por la locura παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν Nic.Th.776.
II adv. -ως contra todo lo que podría decirse ἐπεί σε νῦν ἀ. ἀέλπτως τ' εἰσεῖδον S.El.1262.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφραστος, -ον) φράζω
υπέροχος, ανέκφραστος, απερίγραπτος
αρχ.
1. αναρίθμητος
2. αόρατος
3. ανόητος.

Greek Monotonic

ἄφραστος: -ον (φράζω
I. ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ.
II. (φράζομαι), μη διακρινόμενος ή απαρατήρητος, σε Αισχύλ.· τὸἀφραστότατον χωρίον, θέση για την οποία είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς, σε Ηρόδ.· επίρρ. ἀφράστως, απροσδόκητα, αλόγιστα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφραστος:
1) невыразимый, неописуемый (ἔργα HH; μέριμνα Aesch.);
2) незримый, невидимый (στίβος HH; πέδη Soph.): ἄ. κατιδεῖν Aesch. непроницаемый для взоров;
3) непостижимый, неведомый (φάτις Soph.);
4) скрытый, тайный (τὸ ἀφραστότατον, sc. χωρίον Her.).

Middle Liddell

φράζω
I. unutterable, inexpressible, Hhymn., Aesch., Soph.
II. (φράζομαι) not perceived or thought of, Aesch.; τὸ ἀφραστότατον χωρίον the place least likely to be thought of, Hdt.:—adv. ἀφράστως, beyond thought, Soph.

English (Woodhouse)

extraordinary, unspeakable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)