ἀποκρούω: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apokroyo | |Transliteration C=apokroyo | ||
|Beta Code=a)pokrou/w | |Beta Code=a)pokrou/w | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[beat off]], [[drive away]], [[from]] a place or person, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.3.22</span>, <span class="title">AP</span>11.351 (Pall.); <b class="b3">ὕπνον, νόσον</b>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.27</span>,<span class="bibl">53</span>:—more freq. in Med., [[beat off from oneself]], τὰς προσβολάς <span class="bibl">Hdt.4.200</span>, <span class="bibl">Th.2.4</span>; αὐτοὺς ἐπιόντας <span class="bibl">Hdt.8.61</span>, etc.; generally, [[repel]], opp. [[ἐπισπᾶσθαι]], <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>7.400</span>; [[shake off]], <span class="bibl">Plot.4.7.10</span>, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>19p.461M.</span>; τινάς <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>2.67b</span>; ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.23</span>; [[refute]] an opponent, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>25</span>; [[κατηγορίαν]] Chor.in <span class="title">Rev.Phil.</span>1.245:— Pass., to [[be beaten off]], of an assault, <span class="bibl">Th.4.107</span>, etc.; ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας <span class="bibl">Id.8.100</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.4.5</span>; <b class="b3">ἀ. τῆς μηχανῆς</b> dub. in <span class="bibl">Plb.21.28</span>; τῆς Ἰβηρίας <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>7</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[knock off]], IG3.1417.12:—Pass., <b class="b3">κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον</b> a cup [[with]] the lip [[knocked off]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>459</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Pass., also, to [[be thrown from horseback]], <span class="bibl">X. <span class="title">Eq.Mag.</span>3.14</span>; to [[be stranded]], πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:45, 12 December 2020
English (LSJ)
A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in Med., beat off from oneself, τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4; αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl.in CA19p.461M.; τινάς Jul. Or.2.67b; ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:— Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.; ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28; τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7, etc. II knock off, IG3.1417.12:—Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach.459. III Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded, πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221.
German (Pape)
[Seite 309] (s. κρούω), zurückstoßen, -schlagen, bes. pass., ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Thuc. 4, 107; τινά τινος, von Soldaten, Xen. Hell. 5, 3, 22; ἀπεκρούσθη τῆς ἐμβολῆς 6, 4, 4; ἀπό τινος ἀποκεκρουμένος 7, 4, 26; τῶν ἵππων ἀποκρούεσθαι, von den Pferden abgeworfen werden, Hipparch. 3, 14; τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν, ihre List wurde vereitelt, Pol. 22, 11; vgl. Plut. Cleom. 37; – κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουσμένον (v. l. ἀποκεκρουμένον, wie auch B. A. 429 citirt ist) Ar. Ach. 435, mit abgebrochenem Rande, Schol. ἀποκεκλασμένον. – Med., von sich zurückschlagen, abwehren, Her. 4, 200. 8, 61 Thuc. 2, 4 Xen. u. Sp., die wie im activ. τινά τινος ver binden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρούω: ἀπωθῶ, διὰ τῆς βίας ἀπομακρύνω ἀπὸ τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 22. Ἀνθ. Π. 11. 351: - συνηθέστερον ἐν μέσῃ φωνῇ, ἀπωθῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, τὰς προσβολὰς Ἡρόδ. 4. 200, Θουκ. 2. 4· αὐτοὺς ἐπιόντας Ἡρόδ. 8. 61, κτλ.: καθόλου, ἀπωθῶ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ έλκω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 400· ἀποκρούω, ἀναιρῶ ἐπιχείρημά τι, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: - Παθ. ἀποδιώκομαι βίᾳ ἐπὶ προσβολῆς (πρβλ. ἀποκόπτω ΙΙ.), Θουκ. 4. 107, Ξεν. κτλ.· ἀπεκρούσθη τῆς πείρας. Θουκ. 8. 100· ἀπ. τῆς μηχανῆς, τῆς πείρας, Πολύβ. 22. 11, 5, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον, ποτήριον ἔχον τεθραυσμένον καὶ ἐλλεῖπον τὸ χεῖλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙΙ. παθ., ὡσαύτως, καταρρίπτομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
éloigner ou séparer par un choc, d’où
1 casser, briser;
2 repousser violemment : τινά τινος qqn d’un lieu ; particul. refouler (un assaillant) ; ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας THC être repoussé, d’où échouer dans une tentative;
Moy. ἀποκρούομαι repousser loin de soi (un assaillant, une attaque) acc..
Étymologie: ἀπό, κρούω.
Spanish (DGE)
I 1arrojar, alejar violentamente c. ac. de pers. ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας X.HG 5.3.22, τὸν πύκτην AP 11.351 (Pall.)
•tb. en v. med. αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι Hdt.8.61, Παρναίους Iul.Or.3.67b
•en v. pas. c. gen. o adv. de lugar ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Th.4.107, εἰς μὲν τὸ μὴ ἀποκρούεσθαι ἀπὸ τῶν ἵππων X.Eq.Mag.3.14, ταύτης (Ἰβηρίας) μὲν ἀποκρούεται Plu.Sert.7, c. ac. de direcc. πρὸς τοῦτο ἀπεκρούσθη τὸ τοῦ νεκροῦ σῶμα Gal.2.221, ἀποκρουσθέντες repelidos Plb.9.42.2.
2 gener. c. ac. de pers. y gen. apartar, alejar αὐτὸν ἀπέκρουσε τῆς ὁδοῦ Plu.Cic.47
•en v. med. τῆς ἀλληλοφαγίας ἀποκρουόμενος τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23, en v. pas. μὴ καί που ἀποκρουσθῶμεν τῆς ὁδοῦ Numen.25.4
•c. ac. de cosa rechazar νόσον Porph.Abst.1.53, ὕπνον Porph.Abst.1.27
•en v. med. τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4, ὅσον γεηρόν Plot.4.7.10, ὕπνον Hierocl.in CA 19.5
•refutar los argumentos de un oponente, D.H.Comp.132.12, κατηγορίαν Chor.Or.8.146
•no aceptar τὰς βουλευτι[κὰς λ] ειτουργίας SB 7261.8.
3 c. ac. de cosa maltratar, destruir μηδὲ λωβήσασθαι μηδὲν ἢ ἀποκροῦσαι IG 22.13200.12 (II a.C.), 13194.22 (II d.C.)
•en v. pas. κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον una tacita con el borde roto, desportillada Ar.Ach.459.
II en v. med.-pas. c. gen. de abstr. ser impedido, fracasar ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Th.8.100, τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν fracasaron en su estratagema Plb.21.28 (ap. crít. p.57).
Greek Monolingual
(AM ἀποκρούω) κρούω
1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου
2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα)
3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι
4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον)
μσν.-νεοελλ., (-ομαι)
απομακρύνω, εξουδετερώνω
αρχ.-μσν.
εκδιώκω κάποιον από κάπου
αρχ.
(-ομαι)
1. πέφτω κάτω (από άλογο)
2. (για αγγείο) σπάω.
Greek Monotonic
ἀποκρούω: μέλ. -σω·
I. απωθώ με τη βία από έναν τόπο, εκδιώκω, απομακρύνω, σε Ξεν. — Μέσ., απωθώ τους επιτιθέμενους εναντίον μου, αποσοβώ μια επίθεση, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., απωθούμαι, εκδιώκομαι με τη βία, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
II. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον, κύπελο, ποτήρι που του έχει σπάσει και του λείπει το χείλος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκρούω:
1) отбивать, отламывать: κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον Arph. чашка с отбитым краем;
2) преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать (φύλακας τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, τρεῖς προσβολάς Plut.);
3) pass. терпеть крушение, неудачу: τοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. быть опрокинутым лошадью; ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας Thuc., Polyb. терпеть неудачу в своей попытке.
Middle Liddell
I. to beat off from a place, Xen.:—Mid. to beat off from oneself, beat off an attack, Hdt., Thuc.: —Pass. to be beaten off, Thuc., Xen., etc.
II. Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.