ὠμηστής: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omistis | |Transliteration C=omistis | ||
|Beta Code=w)mhsth/s | |Beta Code=w)mhsth/s | ||
|Definition=οῦ, Dor. [[ὠμηστάς]], ὁ, ([[ὠμός]], ἔδω) <span class="sense" | |Definition=οῦ, Dor. [[ὠμηστάς]], ὁ, ([[ὠμός]], ἔδω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[eating raw flesh]], οἰωνοί <span class="bibl">Il.11.454</span>; κύνες <span class="bibl">22.67</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>697</span>; ἰχθύες <span class="bibl">Il.24.82</span>; [[Κέρβερος]] <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>311</span>; λέων <span class="bibl">B.12.46</span>, Orac. ap. <span class="bibl">Hdt. 5.92</span>.[[β]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>827</span> (as a noun, of a lion, <span class="title">AP</span>6.237 (Antist.)); αἰετός <span class="bibl">A.R.2.1259</span>; [[ὄφις]] (sc. [[Ἔχιδνα]]) ὠμηστής <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>300</span>; epith. of Dionysus, = [[ὠμάδιος]] <span class="bibl">1</span>, <span class="title">AP</span>9.524.25, cf. Plu.2.462b (of [[ἄκρατος]]). Adv. [[ὠμηστί]] Zonar. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[savage]], [[brutal]], ὠμηστής καὶ ἄπιστος ἀνήρ <span class="bibl">Il.24.207</span>, cf. <span class="bibl">Plu. <span class="title">Ant.</span>24</span>. (Aristarch. pronounced it [[ὠμησταί]] like [[ἀθληταί]]; Tyrannio [[ὠμῆσται]] like [[κομῆται]], Sch.<span class="bibl">Il.22.67</span>.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:25, 13 December 2020
English (LSJ)
οῦ, Dor. ὠμηστάς, ὁ, (ὠμός, ἔδω) A eating raw flesh, οἰωνοί Il.11.454; κύνες 22.67, S.Ant.697; ἰχθύες Il.24.82; Κέρβερος Hes.Th.311; λέων B.12.46, Orac. ap. Hdt. 5.92.β, A.Ag.827 (as a noun, of a lion, AP6.237 (Antist.)); αἰετός A.R.2.1259; ὄφις (sc. Ἔχιδνα) ὠμηστής Hes.Th.300; epith. of Dionysus, = ὠμάδιος 1, AP9.524.25, cf. Plu.2.462b (of ἄκρατος). Adv. ὠμηστί Zonar. 2 savage, brutal, ὠμηστής καὶ ἄπιστος ἀνήρ Il.24.207, cf. Plu. Ant.24. (Aristarch. pronounced it ὠμησταί like ἀθληταί; Tyrannio ὠμῆσται like κομῆται, Sch.Il.22.67.)
Greek (Liddell-Scott)
ὠμηστής: -οῦ, ὁ, (ὠμός, ἐσθίω) ὁ ἐσθίων ὠμὰ κρέατα, ὠμοβόρος, ὠμοφάγος, οἰωνοὶ Ἰλ. Λ. 454· κύνες Χ. 67, Σοφ. Ἀντιγ. 697· ἰχθύες Ἰλ. Ω. 82· Κέρβερος Ἡσ. Θεογ. 311· λέων Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 5. 92, 2, Αἰσχύλ. Ἀγ. 827 (ἐντεῦθεν ὠμηστὴς ἀπολ. ἀντὶ λέων, Ἀνθ. Παλ. 6. 237)· αἰετὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1259· ὡσαύτως μετὰ θηλ. οὐσιαστ., Ἔχιδνα ὠμηστὴς Ἡσ. Θεογ. 300· ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμάδιος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, Πλούτ. 2. 462Β· ― ὡς σημεῖον ἀγριότητος, θηριωδίας, ὠμ. καὶ ἄπιστος ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 207, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Πρβλ. ὠμοβόρος, ὠμοβρώς, ὠμοφάγος. (Ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραψεν ὠμηστής, κατὰ τὸ ἀθλητής, ὀρχηστής· ὁ δὲ Τυραννίων ὠμήστης, κατὰ τὸ κομήτης, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 67).
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
1 qui mange de la chair crue ; carnassier, féroce ; ὁ ὠμηστής, la bête féroce;
2 p. ext. en parl. de pers. cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, ἔδω.
English (Autenrieth)
(ὠμός, ἔδω): eating raw flesh, of animals; hence, cruel, savage, of men, Il. 24.207.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α
1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου και του Πανός) αυτός προς τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς Διόνυσος», Ανθ. Παλ.)
2. χρησιμοποιείται αντί της λ. λέων («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ησ-της, αντί ὠμοεδ-της (< ἔδω «τρώω», με έκταση λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -δ- πριν από -τ-), πρβλ. ἀλφ-ηστής].
Greek Monotonic
ὠμηστής: Δωρ. —τάς,-οῦ, ὁ (ὠμός, ἐσθίω), αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με θηλ. ουσ., Ἔχιδνα ὠμηστής, σε Ησίοδ.· χρησιμοποιείται ως ένδειξη αγριότητας, θηριωδίας, ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠμηστής: οῦ adj. m, редко f ὠμός
1) питающийся сырым мясом (οἰωνοί, ἰχθύες Hom.; Κέρβερος, Ἔχιδνα Hes.; λέων Her., Aesch.): Ὠμηστῇ Διονύσῳ καθιερωθῆναι Plut. быть заколотым в жертву Дионису Сыроядному;
2) кровожадный (ἀνήρ Hom.).
οῦ ὁ хищный зверь Anth.
Middle Liddell
ὠμ-ηστής, οῦ, ὁ, ὠμός, ἐσθίω
eating raw flesh, Il., Aesch., Soph., etc.; with a fem., Ἔχιδνα ὠμηστής Hes.:—as a mark of savageness, brutality, ὠμ. καὶ ἄπιστος ἀνήρ Il.