πλάτη: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plati
|Transliteration C=plati
|Beta Code=pla/th
|Beta Code=pla/th
|Definition=[ᾰ], Dor. πλάτα, ἡ, (πλατύς) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[flat]] or [[broad object]]: </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> [[blade of an oar]]: and generally, [[oar]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>695</span> (lyr.), <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>358</span>(lyr.), <span class="bibl">E. <span class="title">Hec.</span>39</span>, al.; ναυτίλῳ π. [[by ship]], [[by sea]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>220</span>; <b class="b3">οὐρίῳ π</b>. with a fair [[voyage]], ib.<span class="bibl">355</span>; βάρβαρος π. <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>192</span>(lyr.); πλάτῃ φυγεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>242</span>; <b class="b3">οἷον πλάταις</b>, of the tails of some crustacea, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>684a3</span>; <b class="b3">ὥσπερ πτερύγια ἢ πλάτας</b>, of the feet of others, ib.<span class="bibl">13</span>; of the [[membranes]] or [[lobes]] attached to the toes of certain birds, ib.<span class="bibl">694b5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">χερσαία π</b>. [[winnowing fan]], or (as others expl.) shepherd's [[crook]], Lyc.96. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> in pl., [[shoulder-blades]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>6</span>, <span class="bibl">Poll.2.133</span>, Hsch.: sg., <span class="title">SIG</span> 1024.7 (Myconos, iii/ii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> [[broad ribs]], <span class="bibl">Poll.2.181</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> [[sheet of papyrus]], AP13.21 (Theodorid.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[paling]], POxy.707.32 (ii A.D.), 1674.10 (iii A.D.).</span>
|Definition=[ᾰ], Dor. πλάτα, ἡ, (πλατύς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flat]] or [[broad object]]: </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> [[blade of an oar]]: and generally, [[oar]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>695</span> (lyr.), <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>358</span>(lyr.), <span class="bibl">E. <span class="title">Hec.</span>39</span>, al.; ναυτίλῳ π. [[by ship]], [[by sea]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>220</span>; <b class="b3">οὐρίῳ π</b>. with a fair [[voyage]], ib.<span class="bibl">355</span>; βάρβαρος π. <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>192</span>(lyr.); πλάτῃ φυγεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>242</span>; <b class="b3">οἷον πλάταις</b>, of the tails of some crustacea, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>684a3</span>; <b class="b3">ὥσπερ πτερύγια ἢ πλάτας</b>, of the feet of others, ib.<span class="bibl">13</span>; of the [[membranes]] or [[lobes]] attached to the toes of certain birds, ib.<span class="bibl">694b5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">χερσαία π</b>. [[winnowing fan]], or (as others expl.) shepherd's [[crook]], Lyc.96. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> in pl., [[shoulder-blades]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>6</span>, <span class="bibl">Poll.2.133</span>, Hsch.: sg., <span class="title">SIG</span> 1024.7 (Myconos, iii/ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[broad ribs]], <span class="bibl">Poll.2.181</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[sheet of papyrus]], AP13.21 (Theodorid.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[paling]], POxy.707.32 (ii A.D.), 1674.10 (iii A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάτη Medium diacritics: πλάτη Low diacritics: πλάτη Capitals: ΠΛΑΤΗ
Transliteration A: plátē Transliteration B: platē Transliteration C: plati Beta Code: pla/th

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. πλάτα, ἡ, (πλατύς) A flat or broad object: 1 blade of an oar: and generally, oar, A.Ag.695 (lyr.), S.Aj.358(lyr.), E. Hec.39, al.; ναυτίλῳ π. by ship, by sea, S.Ph.220; οὐρίῳ π. with a fair voyage, ib.355; βάρβαρος π. E.Hel.192(lyr.); πλάτῃ φυγεῖν Id.IT242; οἷον πλάταις, of the tails of some crustacea, Arist.PA684a3; ὥσπερ πτερύγια ἢ πλάτας, of the feet of others, ib.13; of the membranes or lobes attached to the toes of certain birds, ib.694b5. 2 χερσαία π. winnowing fan, or (as others expl.) shepherd's crook, Lyc.96. 3 in pl., shoulder-blades, Hp.Loc.Hom.6, Poll.2.133, Hsch.: sg., SIG 1024.7 (Myconos, iii/ii B.C.). b broad ribs, Poll.2.181. 4 sheet of papyrus, AP13.21 (Theodorid.). II paling, POxy.707.32 (ii A.D.), 1674.10 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, auch πλάτα, ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders, Aesch. Suppl. 127 Ag. 679; ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν, Soph. Ai. 351; O. C. 721; u. allgemeiner, τίνες πότ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε, Phil. 220; πλάτῃ φυγόντες, Eur. I. T. 242; ναυπόρῳ πλάτῃ, Troad. 877, u. öfter; ναυτίλος, Ar. Ran. 1205; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 230. – Auch die Rippenknochen, Poll. 2, 133; – χερσαία πλάτη, Lycophr. 96, der Hirtenstab.

Greek (Liddell-Scott)

πλάτη: Δωρ. πλάτα, ἡ (πλᾰτὺς) πλατεῖα ἢ εὐρεῖα ἐπιφάνεια: 1) τὸ πλατὺ μέρος κώπης, Λατ. palmula remi, καὶ καθόλου κώπη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 695, Σοφ. Αἴ. 359, καὶ συχν. παρ᾿ Εὐρ.· ἐντεῦθεν παρὰ ποιηταῖς, ναυτίλῳ πλάτῃ, διὰ πλοίου, διὰ θαλάσσης, Σοφ. Φιλ. 220· οὐρίῳ πλάτῃ, ἐν εὐπλοίᾳ, (μὲ οὔριον ἄνεμον), αὐτόθι 355· βάρβαρος πλ. Εὐρ. Ἑλ. 192· πλάτῃ φυγεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 242· ― ἐπὶ τῶν οὐρῶν μαλακοστράκων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 3· ἐπὶ τῶν ποδῶν ἄλλων τοιούτων, αὐτόθιὡσαύτως ἐπὶ τῶν ὑμένων τῶν συνημμένων εἰς τοὺς πόδας πτηνῶν τινων (κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ στεγανόποδα) οἷον τῆς φαλαρίδος κλ., αὐτόθι 4. 12, 24. 2) χερσαίας πλάτης, «πτύου ἢ τῆς καλαύροπος· ἡ δὲ καλαῦροψ ῥάβδος ἐστι ποιμενικὴ» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 96. 3) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ ὠμοπλάται, Ἐρωτιαν. σ. 304, πρβλ. Ἱππ. 410, 31, Πολυδ. Β´, 133. Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
extrémité plate de la rame ; vaisseau.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, δωρ. τ. πλάτα Α
(στον εν. και στον πληθ.) η ωμοπλάτη
νεοελλ.
1. τα νώτα, η ράχη
2. η ωμοπλάτη τών ζώων, σπάλα («κοιτάζει [ή διαβάζει] την πλάτη» — προφητεύει το μέλλον εξετάζοντας τα σχήματα ή τις κηλίδες της ωμοπλάτης σφαγίου)
3. η πίσω επιφάνεια αντικειμένου («η πλάτη του καναπέ»)
4. η λεία, ομαλή υδάτινη επιφάνεια («ήλαψε στού ποταμού την πλάτη μια φωτιά», Ερωτόκρ.)
5. είδος υφάλου που καλύπτεται από γλοιώδη χλωρίδα
6. φρ. α) «κάνω πλάτες» — καλύπτω ή βοηθώ κάποιον προκειμένου να διαπράξει μια συνήθως κακή ή απαγορευμένη πράξη
β) «έχει γερές πλάτες» — έχει ισχυρούς προστάτες, ισχυρά μέσα
γ) «μού γύρισε τις πλάτες» — μού έστρεψε τα νώτα προσβλητικά, μέ περιφρόνησε
δ) «σήκωσε τις πλάτες» — λέγεται για να δηλώσει τη χαρακτηριστική κίνηση που κάνει κάποιος που προσποιείται τον ανήξερο
μσν.
φρ. «χερσαία πλάτη» — είδος καθαριστικού λικμού ή ποιμενική ράβδος
αρχ.
1. το πλατύ και επίπεδο μέρος ενός αντικειμένου και ιδίως η πλατιά και λεία επιφάνεια του κουπιού
2. συνεκδ. i) το κουπί
ii) το πλοίο
3. η ουρά ή και τα πόδια μερικών οστρακόδερμων
4. η μεμβράνη που συνδέει τα δάχτυλα τών ποδιών ορισμένων πτηνών
5. φύλλο παπύρου
6. φράκτης από πασσάλους
7. στον πληθ. αἱ πλάται
οι πλατιές πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. πλατύς και συνδέεται με αντίστοιχους τ. άλλων γλωσσών (πρβλ. ιρλ. leithe «ωμοπλάτη», αρχ. σλαβ. plešte «ώμος, ωμοπλάτη», χεττιτ. paltana «ωμοπλάτη»). Για το ζεύγος πλάτη: πλάτος, πρβλ. βλάβη: βλάβος.

Greek Monotonic

πλάτη: Δωρ. πλάτα, ἡ (πλᾰτύς), επίπεδη επιφάνεια·
1. πλατύ πτερύγιο κουπιού, κουπί, σε Τραγ.· ναυτίλῳ πλάτῃ, με πλοίο, μέσα από τη θάλασσα, σε Σοφ.· οὐρίῳπλάτῃ, με καλό ταξίδι, στον ίδ.
2. φύλλο χαρτιού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλάτη: дор. πλάτᾱ (λᾰ) ἡ
1) досл. лопасть весла, перен. весло Aesch., Soph.: οὐρίῳ πλάτῃ κατηγόμην Soph. я счастливо приплыл; ναυτίλῳ πλάτῃ Soph., Eur. на корабле, по морю; πλάτῃ φυγεῖν Eur. бежать на корабле;
2) анат. пластинчатый орган (сплющенный хвост, плавник, ласт, перепонка и т. п.) Arst.;
3) писчая табличка, страница (αἱ Σιμωνίδα πλάται Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάτη -ης, ἡ, Dor. πλάτᾱ [πλατύς] brede blad van een roeiriem, roeiriem:; οὐρίῳ πλάτῃ met wind mee bij het roeien Soph. Ph. 355; uitbr. schip, vloot:. πλάτῃ φυγόντες per schip ontsnappend Eur. IT 242. schouderblad. Hp.

Middle Liddell

πλάτη, δοριξ πλάτα, ἡ, [πλᾰτύς]
a flat surface:
1. the blade of an oar, an oar, Trag.; ναυτίλῳ πλάτῃ by ship, by sea, Soph.; οὐρίῳ πλάτῃ with a fair voyage, Soph.
2. a sheet of paper, Anth.