βοηλάτης: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>" to "ᾰ], ου, ὁ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voilatis | |Transliteration C=voilatis | ||
|Beta Code=bohla/ths | |Beta Code=bohla/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, fem. βοηλ-άτις, ιδος<b class="b3">, ἡ·</b> (βοῦς, ἐλαύνω):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">one that drives away oxen, cattle-lifter</b>, S.<span class="title">Ichn.</span>117, <span class="title">AP</span>11.176 (Lucill.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ox-driving]], ῥάβδος <span class="title">APl.</span>4.200 (Mosch.); [[ox-tormenting]], μύωψ <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>307</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[cattle-driver]], <span class="bibl">Lys.7.19</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>261d</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1177.112</span> (ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> <b class="b3">β. διθύραμβος</b> the dithyramb [[which gains a bull for the prize]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.19</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:00, 2 February 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, fem. βοηλ-άτις, ιδος, ἡ· (βοῦς, ἐλαύνω):—A one that drives away oxen, cattle-lifter, S.Ichn.117, AP11.176 (Lucill.). II ox-driving, ῥάβδος APl.4.200 (Mosch.); ox-tormenting, μύωψ A.Supp.307. III cattle-driver, Lys.7.19, Pl.Plt.261d, PLond.3.1177.112 (ii A. D.). IV β. διθύραμβος the dithyramb which gains a bull for the prize, Pi.O.13.19.
German (Pape)
[Seite 451] ὁ, 1) Rinder wegtreibend, raubend, Lucill. 41 (XI, 176); Lycophr. 1346. – 2) Ochsen treibend, stechend, μύωψ Aesch. Suppl. 608; Ochsenhirt, Plat. Polit. 261 d; der Ackermann mit seinem Gespann, Lys. 7, 19. – 3) διθύραμβος Pind. Ol. 13, 19, einen Ochsen als Siegespreis davontragend.
Greek (Liddell-Scott)
βοηλάτης: -ου, ὁ, θηλ. –ηλάτις, ιδος, ἡ, (βοῦς, ἐλαύνω) = ὁ ἀπάγων βοῦς, κλέπτης βοῶν, Ἀνθ. II. 11. 176. ΙΙ. ὁ τοὺς βοῦς κεντῶν, ἀναγκάζων, ἐρεθίζων, ῥάβδος Ἀνθ. Πλαν. 200 · ὁ τοὺς βοῦς βασανίζων, μύωψ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307. ΙΙΙ. ὁ βόσκων βοῦς, Λυσ. 110. 7, Πλάτ. Πολιτ. 261D. IV. ἐν Πινδ. Ο. 13. 26, β. διθύραμβος, ὅστις κερδαίνει ταῦρον ὡς βραβεῖον · ἢ δυνατὸν ἡ λέξις νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Διονύσου Ταύρου · ἴδε Donaldson ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. qui pousse des bœufs devant soi, d’où
I. qui aiguillonne les bœufs ; d’où
1 laboureur;
2 qui pique et tourmente les bœufs (taon);
II. qui conduit des bœufs, conducteur d’un attelage de bœufs.
Étymologie: βοῦς, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. βοηλάτας Pi.O.13.19
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1aguijoneador de la res β. μύωψ A.Supp.307.
2 de donde conductor de ganado β. διθύραμβος en la procesión sacrificial, Pi.l.c., cf. Hld.3.2.1.
II subst.
1 boyero, vaquero, pastor de ganado Pl.Plt.261d, Plu.Cat.Ma.4, Ael.VH 9.23
•en una expedición milit., D.Chr.12.17
•conductor de carreta de bueyes, carretero Lys.7.19, PLond.1177.112, 119 (II d.C.), PAmh.155.3 (V d.C.) en BL 1.5.
2 abigeo de Hermes, S.Fr.314.123, AP 11.176 (Lucill.)
•de Heracles, Lyc.1346.
Greek Monolingual
βοηλάτης, ο (θηλ. -άτις, η) (Α)
1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης
2. ο βουκόλος
3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν
4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν
5. φρ. «βοηλάτης διθύραμβος» — διθύραμβος του οποίου ο ποιητής κερδίζει ταύρο ως βραβείο ή ο οποίος έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου-Ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -ηλάτης < ελαύνω, με επίδραση του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ηλάτης) του β' συνθετικού (πρβλ. αμαξηλάτης, αρματηλάτης, ιππηλάτης, ξενηλάτης, στρατηλάτης κ.ά.)].
Greek Monotonic
βοηλάτης: -ου, ὁ, θηλ. -ηλάτις, -ιδος, ἡ (βοῦς, ἐλαύνω),
I. αυτός που αρπάζει τα βόδια, κλέφτης βοδιών, ζωοκλέφτης, άρπαγας, σε Ανθ.
II. οδηγός κοπαδιού βοδιών, βοσκός, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βοηλάτης: ου ὁ
1) погонщик рогатого скота или пастух Lys., Plat.;
2) получающий в награду быка (διθύραμβος Pind.);
3) мучитель рогатого скота (μύωψ Aesch.);
4) крадущий быков (Ἑρμῆς Anth.).
Middle Liddell
βοῦς, ἐλαύνω
I. one that drives away oxen, a cattle-lifter, Anth.
II. ox-driving, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηλάτης -ου, ὁ βοῦς, ἐλαύνω ossendrijver; overdr. voor een gedicht met een rund als prijs ; Pind. ; adj. runderen kwellend :. βοηλάτην μύωπα een runderen kwellende horzel Aeschl. Suppl. 307.