πειρώμαι: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πειρῶμαι, -άομαι, ΝΑ, πειρῶ, -άω, Α<br />[[προσπαθώ]] να πράξω ή να επιτύχω [[κάτι]], [[επιχειρώ]], [[αποπειρώμαι]], [[δοκιμάζω]] («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ.) [[πεπειραμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις [[είτε]] γενικές [[είτε]] εξειδικευμένες για έναν τομέα με τη δική του [[εμπειρία]] και την [[επαφή]] του με την [[πράξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές, πρακτικού χαρακτήρα [[κυρίως]], γνώσεις σχετικά με το [[αντικείμενο]] της εργασίας του, ο [[έμπειρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> α) [[εξετάζω]] κάποιον («μή μεν πειράτω, εὖ εἰδότος<br />[[οὐδέ]] με [[πείσει]]», <b>Ομ.</b>Ιλ)<br />β) (με εχθρική σημ.) [[επιχειρώ]] [[εναντίον]] κάποιου, επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] [[κάτι]] («οὐ | |mltxt=πειρῶμαι, -άομαι, ΝΑ, πειρῶ, -άω, Α<br />[[προσπαθώ]] να πράξω ή να επιτύχω [[κάτι]], [[επιχειρώ]], [[αποπειρώμαι]], [[δοκιμάζω]] («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ.) [[πεπειραμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις [[είτε]] γενικές [[είτε]] εξειδικευμένες για έναν τομέα με τη δική του [[εμπειρία]] και την [[επαφή]] του με την [[πράξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές, πρακτικού χαρακτήρα [[κυρίως]], γνώσεις σχετικά με το [[αντικείμενο]] της εργασίας του, ο [[έμπειρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> α) [[εξετάζω]] κάποιον («μή μεν πειράτω, εὖ εἰδότος<br />[[οὐδέ]] με [[πείσει]]», <b>Ομ.</b>Ιλ)<br />β) (με εχθρική σημ.) [[επιχειρώ]] [[εναντίον]] κάποιου, επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] [[κάτι]] («οὐ δικαιοῦνπειρᾱν τῆς πόλιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[εφορμώ]] («μήλων πειρήσοντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) [[ενεργώ]] [[απόπειρα]] [[εναντίον]] της [[τιμής]] κάποιου, [[ιδίως]] γυναίκας, [[προσπαθώ]] να αποπλανήσω, να [[διαφθείρω]] («[[ὅτις]] ἐπείρασεν αὐτοῦ τὴν [[παλλακίδα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>πειρῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) [[θέτω]] σε [[δοκιμασία]] κάποιον, [[ερευνώ]], [[εξετάζω]] [[κατά]] πόσο [[είναι]] [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]] («[[ὄφρα]] κεν ἔλθητον καὶ πειρηθῆτον, ἐμεῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[ενεργώ]] [[δοκιμή]], [[κάνω]] έλεγχο ενός πράγματος («ὁππότ' ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) [[θέτω]] υπό [[δοκιμή]], υπό έλεγχο («οὐκοῦνἐν σοὶ πειρώμεθα βασανίζοντες ταῡτα;», <b>Πλάτ.</b>). δ) [[δοκιμάζω]] αν [[κάτι]] βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]], αν λειτουργεί καλά («αὐτὰρ ἐπὴν τόξου πειρήσεται ἠδὲ ἴδηται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) [[υφίσταμαι]] [[δοκιμασία]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] («τῶν τάχ' ἔμελλον Αχαιοὶ πειρήσεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) [[είμαι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], έχω [[πείρα]] ενός πράγματος, [[γνωρίζω]] [[κάτι]] από [[πείρα]] («τόσσον τοι [[νηῶν]] γε πεπείρημαι πολυγόμφων», <b>Ησίοδ.</b>)<br />ζ) [[βρίσκω]] [[κάτι]] από [[πείρα]], [[κρίνω]], [[θεωρώ]] ως τέτοιο ή τέτοιο («[[εἶτα]], πειρώμενοι μετρίου καὶ κοινωφελοῡς, [[βασιλέα]] προσηγόρευσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />η) έχω [[τριβή]], [[είμαι]] [[πεπειραμένος]] σε [[κάτι]] («ουδὲ τί πω μύθοισι πεπείρημαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />θ) [[δοκιμάζω]] την [[τύχη]] μου, [[ιδίως]] σε αγώνα ή πολεμική [[επιχείρηση]] («αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ' ἵκηται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ι) επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου («οὐκ ἤθελεν φεύγειν, πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ναυσὶ πειρῶ» — [[ενεργώ]] [[απόπειρα]] στη [[θάλασσα]], [[ληστεύω]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πείρα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
πειρῶμαι, -άομαι, ΝΑ, πειρῶ, -άω, Α
προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῖν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, -η, -ο
1. αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις είτε γενικές είτε εξειδικευμένες για έναν τομέα με τη δική του εμπειρία και την επαφή του με την πράξη
2. αυτός που έχει πολλές, πρακτικού χαρακτήρα κυρίως, γνώσεις σχετικά με το αντικείμενο της εργασίας του, ο έμπειρος
αρχ.
1. ενεργ. α) εξετάζω κάποιον («μή μεν πειράτω, εὖ εἰδότος
οὐδέ με πείσει», Ομ.Ιλ)
β) (με εχθρική σημ.) επιχειρώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, προσβάλλω κάτι («οὐ δικαιοῦνπειρᾱν τῆς πόλιος», Ηρόδ.)
γ) εφορμώ («μήλων πειρήσοντα», Ομ. Ιλ.)
δ) ενεργώ απόπειρα εναντίον της τιμής κάποιου, ιδίως γυναίκας, προσπαθώ να αποπλανήσω, να διαφθείρω («ὅτις ἐπείρασεν αὐτοῦ τὴν παλλακίδα», Ξεν.)
2. (μέσ. και παθ.) πειρῶμαι, -άομαι
α) θέτω σε δοκιμασία κάποιον, ερευνώ, εξετάζω κατά πόσο είναι τέτοιος ή τέτοιος («ὄφρα κεν ἔλθητον καὶ πειρηθῆτον, ἐμεῑο», Ομ. Ιλ.)
β) ενεργώ δοκιμή, κάνω έλεγχο ενός πράγματος («ὁππότ' ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσιν», Ομ. Ιλ.)
γ) θέτω υπό δοκιμή, υπό έλεγχο («οὐκοῦνἐν σοὶ πειρώμεθα βασανίζοντες ταῡτα;», Πλάτ.). δ) δοκιμάζω αν κάτι βρίσκεται σε καλή κατάσταση, αν λειτουργεί καλά («αὐτὰρ ἐπὴν τόξου πειρήσεται ἠδὲ ἴδηται», Ομ. Ιλ.)
ε) υφίσταμαι δοκιμασία, γεύομαι κάτι («τῶν τάχ' ἔμελλον Αχαιοὶ πειρήσεσθαι», Ομ. Οδ.)
στ) είμαι έμπειρος σε κάτι, έχω πείρα ενός πράγματος, γνωρίζω κάτι από πείρα («τόσσον τοι νηῶν γε πεπείρημαι πολυγόμφων», Ησίοδ.)
ζ) βρίσκω κάτι από πείρα, κρίνω, θεωρώ ως τέτοιο ή τέτοιο («εἶτα, πειρώμενοι μετρίου καὶ κοινωφελοῡς, βασιλέα προσηγόρευσαν», Πλούτ.)
η) έχω τριβή, είμαι πεπειραμένος σε κάτι («ουδὲ τί πω μύθοισι πεπείρημαι», Ομ. Οδ.)
θ) δοκιμάζω την τύχη μου, ιδίως σε αγώνα ή πολεμική επιχείρηση («αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ' ἵκηται», Ομ. Ιλ.)
ι) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («οὐκ ἤθελεν φεύγειν, πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ναυσὶ πειρῶ» — ενεργώ απόπειρα στη θάλασσα, ληστεύω στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πείρα].