βώλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σβώλος]], ο (AM [[βῶλος]], ο, Α [[συνήθως]] [[βῶλος]], η)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όγκος χώματος σε γη οργωμένη με [[αλέτρι]] ή [[σκαλιστήρι]]<br /><b>2.</b> [[σφαιρικός]] ή [[σφαιροειδής]] όγκος από οποιοδήποτε υλικό<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] γης, [[χωράφι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βώλοι</i>, <i>οι</i><br /><b>1.</b> μικροί βώλοι από πηλό ή [[γυαλί]]<br /><b>2.</b> το [[παιχνίδι]] που παίζεται με βώλους<br /><b>3.</b> [[είδος]] πέτρας με [[σκόνη]] στο [[κέντρο]] της, η οποία χρησιμοποιείται ως [[γιατρικό]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξοχικό [[σπίτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το [[βάλλω]], <i>το [[βολβός]] κ.λπ. Ο [[αρχικός]] [[φθόγγος]] <i>β</i>- ανάγεται σε χειλοϋπερωικό [[μάλλον]] [[παρά]] σε χειλικό φθόγγο. Ο νεοελλ. τ. [[σβώλος]] προήλθε από το [[βώλος]] με [[ανάπτυξη]] του προθετ. <i>σ</i>- από τη [[συνεκφορά]] [[ένας]] [[βώλος]], <i>τους βώλους</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκόνη]], [[σπυρί]], [[σκύβω]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βώλαξ]], [[βωλάριον]], [[βωλόναι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βωλί]], [[βωλιάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[βωλοκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βωλοειδής]], [[βωλοποιώ]], [[βωλοτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βωλοστροφώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βωλογυρίζω]], [[βωλοδέρνω]]. (Β' συνθετικό) <i>άβωλος</i>, <i>αδρόβωλος</i>, [[βραχύβωλος]], [[δύσβωλος]], [[ερίβωλος]], [[ερυθρόβωλος]], [[εύβωλος]], [[καλλίβωλος]], [[μεγαλόβωλος]], [[μελάμβωλος]], [[μικρόβωλος]], [[πολύβωλος]], [[χορτόβωλος]], [[χρυσόβωλος]], [[ωλεσίβωλος]]].
|mltxt=και [[σβώλος]], ο (AM [[βῶλος]], ο, Α [[συνήθως]] [[βῶλος]], η)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όγκος χώματος σε γη οργωμένη με [[αλέτρι]] ή [[σκαλιστήρι]]<br /><b>2.</b> [[σφαιρικός]] ή [[σφαιροειδής]] όγκος από οποιοδήποτε υλικό<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] γης, [[χωράφι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βώλοι</i>, <i>οι</i><br /><b>1.</b> μικροί βώλοι από πηλό ή [[γυαλί]]<br /><b>2.</b> το [[παιχνίδι]] που παίζεται με βώλους<br /><b>3.</b> [[είδος]] πέτρας με [[σκόνη]] στο [[κέντρο]] της, η οποία χρησιμοποιείται ως [[γιατρικό]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξοχικό [[σπίτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το [[βάλλω]], το [[βολβός]] κ.λπ. Ο [[αρχικός]] [[φθόγγος]] <i>β</i>- ανάγεται σε χειλοϋπερωικό [[μάλλον]] [[παρά]] σε χειλικό φθόγγο. Ο νεοελλ. τ. [[σβώλος]] προήλθε από το [[βώλος]] με [[ανάπτυξη]] του προθετ. <i>σ</i>- από τη [[συνεκφορά]] [[ένας]] [[βώλος]], <i>τους βώλους</i> ([[πρβλ]]. [[σκόνη]], [[σπυρί]], [[σκύβω]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βώλαξ]], [[βωλάριον]], [[βωλόναι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βωλί]], [[βωλιάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[βωλοκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βωλοειδής]], [[βωλοποιώ]], [[βωλοτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βωλοστροφώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βωλογυρίζω]], [[βωλοδέρνω]]. (Β' συνθετικό) <i>άβωλος</i>, <i>αδρόβωλος</i>, [[βραχύβωλος]], [[δύσβωλος]], [[ερίβωλος]], [[ερυθρόβωλος]], [[εύβωλος]], [[καλλίβωλος]], [[μεγαλόβωλος]], [[μελάμβωλος]], [[μικρόβωλος]], [[πολύβωλος]], [[χορτόβωλος]], [[χρυσόβωλος]], [[ωλεσίβωλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:28, 23 August 2021

Greek Monolingual

και σβώλος, ο (AM βῶλος, ο, Α συνήθως βῶλος, η)
1. μικρός όγκος χώματος σε γη οργωμένη με αλέτρι ή σκαλιστήρι
2. σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό
3. τμήμα γης, χωράφι
νεοελλ.
βώλοι, οι
1. μικροί βώλοι από πηλό ή γυαλί
2. το παιχνίδι που παίζεται με βώλους
3. είδος πέτρας με σκόνη στο κέντρο της, η οποία χρησιμοποιείται ως γιατρικό
αρχ.
εξοχικό σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το βάλλω, το βολβός κ.λπ. Ο αρχικός φθόγγος β- ανάγεται σε χειλοϋπερωικό μάλλον παρά σε χειλικό φθόγγο. Ο νεοελλ. τ. σβώλος προήλθε από το βώλος με ανάπτυξη του προθετ. σ- από τη συνεκφορά ένας βώλος, τους βώλους (πρβλ. σκόνη, σπυρί, σκύβω κ.ά.).
ΠΑΡ. αρχ. βώλαξ, βωλάριον, βωλόναι
νεοελλ.
βωλί, βωλιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βωλοκόπος
αρχ.
βωλοειδής, βωλοποιώ, βωλοτόμος
μσν.
βωλοστροφώ
νεοελλ.
βωλογυρίζω, βωλοδέρνω. (Β' συνθετικό) άβωλος, αδρόβωλος, βραχύβωλος, δύσβωλος, ερίβωλος, ερυθρόβωλος, εύβωλος, καλλίβωλος, μεγαλόβωλος, μελάμβωλος, μικρόβωλος, πολύβωλος, χορτόβωλος, χρυσόβωλος, ωλεσίβωλος].