θέατρο: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[θέατρον]], Α ιων. τ. [[θέητρον]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[κτήριο]] όπου γίνονται παραστάσεις θεατρικών έργων ή παρουσιάζονται άλλα [[δημοσία]] θεάματα (α. «το Εθνικό Θέατρο» β. «Διονυσιακόν [[θέατρον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> οι θεατές που παρακολουθούν θεατρικό [[έργο]] (α. «όλο το [[θέατρο]] χειροκρότησε» β. «ἐς δάκρυα ἔπεσε το [[θέατρον]]», Ηροδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η δραματική [[τέχνη]] ή η δραματική [[λογοτεχνία]] ([[ασχολούμαι]] με το [[θέατρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[γίνομαι]] [[θέατρο]]» — γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι<br />β) «[[παίζω]] [[θέατρο]]» — [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]], [[κοροϊδεύω]]<br />γ) «[[θέατρο]] σκιών» — [[καραγκιόζης]]<br />δ) «[[κάνω]] [[θέατρο]]» — [[σπουδάζω]] τη θεατρική [[τέχνη]] ή [[ασχολούμαι]] επαγγελματικά με το [[θέατρο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τόπος]] όπου διαδραματίστηκαν ή διαδραματίζονται [[σημαντικά]] γεγονότα («[[θέατρο]] πολέμου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br />«εις το [[θέατρο]] κάποιου» — σε [[κοινή]] θέα, για να μπορεί να δει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θέαμα]], θεατρική [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου συνεδρίαζε η [[εκκλησία]] του δήμου («ἡ [[ἐκκλησία]] Μουνυχίασιν έν τῷ θεάτρῷ ἐγίγνετο», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εἰσφέρω]] εἰς το [[θέατρον]]» — [[ανεβάζω]] [[έργο]] στη [[σκηνή]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεώμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θέρε</i>-<i>τρον</i>)]. ΠΑΡ [[θεατρίζω]], [[θεατρικός]], [[θεατρίνος]] (μσν) [[θεατρείον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατράκι]]. Συνθ. (Α' συνθετικό) [[θεατροειδής]], [[θεατρώνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεατροκρατία]], [[θεατροκυνηγέσιον]], <i>θεατροκυνήγιον</i>, [[θεατρομανώ]], [[θεατροπώλης]], <i>θεατρογκοπία</i>, [[θεατροτορύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατρομανής]], [[θεατρόφιλος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επιθέατρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμφιθέατρο]], [[κινηματοθέατρο]], [[κουκλοθέατρο]].].
|mltxt=το (AM [[θέατρον]], Α ιων. τ. [[θέητρον]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[κτήριο]] όπου γίνονται παραστάσεις θεατρικών έργων ή παρουσιάζονται άλλα [[δημοσία]] θεάματα (α. «το Εθνικό Θέατρο» β. «Διονυσιακόν [[θέατρον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> οι θεατές που παρακολουθούν θεατρικό [[έργο]] (α. «όλο το [[θέατρο]] χειροκρότησε» β. «ἐς δάκρυα ἔπεσε το [[θέατρον]]», Ηροδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η δραματική [[τέχνη]] ή η δραματική [[λογοτεχνία]] ([[ασχολούμαι]] με το [[θέατρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[γίνομαι]] [[θέατρο]]» — γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι<br />β) «[[παίζω]] [[θέατρο]]» — [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]], [[κοροϊδεύω]]<br />γ) «[[θέατρο]] σκιών» — [[καραγκιόζης]]<br />δ) «[[κάνω]] [[θέατρο]]» — [[σπουδάζω]] τη θεατρική [[τέχνη]] ή [[ασχολούμαι]] επαγγελματικά με το [[θέατρο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τόπος]] όπου διαδραματίστηκαν ή διαδραματίζονται [[σημαντικά]] γεγονότα («[[θέατρο]] πολέμου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br />«εις το [[θέατρο]] κάποιου» — σε [[κοινή]] θέα, για να μπορεί να δει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θέαμα]], θεατρική [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου συνεδρίαζε η [[εκκλησία]] του δήμου («ἡ [[ἐκκλησία]] Μουνυχίασιν έν τῷ θεάτρῷ ἐγίγνετο», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εἰσφέρω]] εἰς το [[θέατρον]]» — [[ανεβάζω]] [[έργο]] στη [[σκηνή]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεώμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>θέρε</i>-<i>τρον</i>)]. ΠΑΡ [[θεατρίζω]], [[θεατρικός]], [[θεατρίνος]] (μσν) [[θεατρείον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατράκι]]. Συνθ. (Α' συνθετικό) [[θεατροειδής]], [[θεατρώνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεατροκρατία]], [[θεατροκυνηγέσιον]], <i>θεατροκυνήγιον</i>, [[θεατρομανώ]], [[θεατροπώλης]], <i>θεατρογκοπία</i>, [[θεατροτορύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατρομανής]], [[θεατρόφιλος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επιθέατρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμφιθέατρο]], [[κινηματοθέατρο]], [[κουκλοθέατρο]].].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM θέατρον, Α ιων. τ. θέητρον)
1. τόπος ή κτήριο όπου γίνονται παραστάσεις θεατρικών έργων ή παρουσιάζονται άλλα δημοσία θεάματα (α. «το Εθνικό Θέατρο» β. «Διονυσιακόν θέατρον», Θουκ.)
2. συνεκδ. οι θεατές που παρακολουθούν θεατρικό έργο (α. «όλο το θέατρο χειροκρότησε» β. «ἐς δάκρυα ἔπεσε το θέατρον», Ηροδ.)
νεοελλ.
1. η δραματική τέχνη ή η δραματική λογοτεχνία (ασχολούμαι με το θέατρο»)
2. φρ. α. «γίνομαι θέατρο» — γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι
β) «παίζω θέατρο» — προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κοροϊδεύω
γ) «θέατρο σκιών» — καραγκιόζης
δ) «κάνω θέατρο» — σπουδάζω τη θεατρική τέχνη ή ασχολούμαι επαγγελματικά με το θέατρο
νεοελλ.-μσν.
τόπος όπου διαδραματίστηκαν ή διαδραματίζονται σημαντικά γεγονότα («θέατρο πολέμου»)
μσν.
φρ.
«εις το θέατρο κάποιου» — σε κοινή θέα, για να μπορεί να δει κάποιος κάτι
μσν.-αρχ.
θέαμα, θεατρική παράσταση
αρχ.
1. τόπος όπου συνεδρίαζε η εκκλησία του δήμου («ἡ ἐκκλησία Μουνυχίασιν έν τῷ θεάτρῷ ἐγίγνετο», Λυσ.)
2. φρ. «εἰσφέρω εἰς το θέατρον» — ανεβάζω έργο στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεώμαι + επίθημα -τρον (πρβλ. θέρε-τρον)]. ΠΑΡ θεατρίζω, θεατρικός, θεατρίνος (μσν) θεατρείον
νεοελλ.
θεατράκι. Συνθ. (Α' συνθετικό) θεατροειδής, θεατρώνης
αρχ.
θεατροκρατία, θεατροκυνηγέσιον, θεατροκυνήγιον, θεατρομανώ, θεατροπώλης, θεατρογκοπία, θεατροτορύνη
νεοελλ.
θεατρομανής, θεατρόφιλος. (Β συνθετικό) αρχ. επιθέατρον
νεοελλ.
αμφιθέατρο, κινηματοθέατρο, κουκλοθέατρο.].