κούρητες: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κούρητες]], -ήτων, οἱ (Α) νέοι στρατεύσιμοι, πολεμιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῦρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ης</i>, -<i>ητος</i> ( | |mltxt=[[κούρητες]], -ήτων, οἱ (Α) νέοι στρατεύσιμοι, πολεμιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῦρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ης</i>, -<i>ητος</i> ([[πρβλ]]. [[έρπης]], -<i>ητος</i>, [[πλάνης]], -<i>ητος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ων, οἱ, (κόρος B, κοῦρος A) A young men, esp. young warriors, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il.19.193, 248. II as pr.n., Κουρῆτες (Hdn.Gr.1.63, al.), Dor. Κωρῆτες, divinities coupled with Nymphs and Satyrs, K. θεοὶ φιλοπαίγμονες ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198; worshipped in Crete, Κωρῆτας καὶ Νύμφας καὶ Κύρβαντας GDI5039.14 (Hierapytna); Κωρῆσι τοῖς πρὸ καρταιπόδων ib.iv p.1036 (Gortyn); K. Διὸς τροφεῖς λέγονται Str.10.3.19, cf. ΙΙ, E.Ba.120 (lyr.), Orph.H.38.1, Fr.151, etc.: prov., Κουρήτων στόμα, of prophecy, Zen.4.61. (Sg. only late, ὁ Κορόνους δηλοῖ νοῦν καὶ τὸν Κουρῆτα τούτου Dam.Pr. 267.) 2 armed dancers who celebrated orgiastic rites, Str.10.3.7: hence used to translate Lat. Salii, D.H.2.70; Κουρήτων Βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς E.Fr.472.14 (lyr.). 3 at Ephesus, religious college of six members, συνέδριον Κουρήτων Ephes.2 No.83c, cf. SIG353.1 (iv B. C.), Str.14.1.20. III pr. n. of a people who fought with the Aetolians, Il.9.529, al.
German (Pape)
[Seite 1495] οἱ, = κοῦροι, die junge, waffenfähige Mannschaft, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν, Il. 19, 193. 248. – S. nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
κούρητες: -ων, οἱ, (κόρος, κοῦρος) νέοι νεανίαι, μάλιστα νέοι πολεμισταί, κούρητες Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν Ἰλ. Τ. 193. 248· ― ἀλλά, ΙΙ. Κουρῆτες, οἱ, ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς ἐν Αἰτωλίᾳ Πλευρῶνος, Ἰλ. Ι. 529, 549, κτλ. 2) Κρητική τις φυλὴ ἐσχετισμένη μὲ ἰδιαιτέρας τινὰς τελετὰς ἐν Δήλῳ, παραβαλλομένας ὑπὸ τοῦ Διον. Ἁλ. 2. 71, πρὸς τὰς τῶν Ρωμαίων Σαλίων (Salii)· συχνάκις συγχεομένη πρὸς τοὺς Κορύβαντας, Στράβ. 466 κἑξ.· ― ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 1111, Müller Dor. 2. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
ήτων (οἱ) :
seul. au pl.
jeunes hommes.
Étymologie: κούρος.
English (Autenrieth)
(κοῦρος), pl.: youths, usually princes.
Greek Monolingual
κούρητες, -ήτων, οἱ (Α) νέοι στρατεύσιμοι, πολεμιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. έρπης, -ητος, πλάνης, -ητος)].
Greek Monotonic
κούρητες: -ων, οἱ (κόρος, κοῦρος),
I. νεαροί άνδρες, ιδίως, νέοι πολεμιστές, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Κούρητες, οἱ, οι Κουρήτες, οι παλιότεροι κάτοικοι στα Πλεύρα της Αιτωλίας, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κούρητες -ων, οἱ [κοῦρος] jongemannen.
Frisk Etymological English
Middle Liddell
κόρος, κοῦρος
I. young men, esp. young warriors, Il.
II. Κουρῆτες, οἱ, the Curetes oldest inhabitants of Pleuron in Aetolia, Il.