κατῶρυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "" to "ἡ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoryks
|Transliteration C=katoryks
|Beta Code=katw=ruc
|Beta Code=katw=ruc
|Definition=ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dug out]], [[quarried]], <b class="b3">ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</b> (as if from [[κατωρυχής]]) <span class="bibl">Od.6.267</span>, cf. <span class="bibl">9.185</span>; λίθοι κ. <span class="bibl">Poll.7.123</span>; <b class="b3">τὴν κατώρυγα</b> (sic) [[θεμελίωσιν]] foundation [[of quarried stone]], <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>6.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[excavated]], [[hewn out]], <b class="b3">ἐκ κατώρυχος στέγης</b>, of a rock tomb, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1100</span>; οἰκήματα κ. <span class="bibl">D.C.56.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[underground]], κατώρυχες δ' ἔναιον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>452</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[beneath the horizon]], ([[ἄστρα]]) <span class="bibl">Arat.510</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Subst. [[κατῶρυξ]], [[]], [[cavern]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>774</span>; <b class="b3">χρυσοῦ κατώρυχες</b> treasure [[caves]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1002</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.6.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[rooting branch]], <span class="bibl">Str.15.1.21</span>.</span>
|Definition=ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dug out]], [[quarried]], <b class="b3">ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</b> (as if from [[κατωρυχής]]) <span class="bibl">Od.6.267</span>, cf. <span class="bibl">9.185</span>; λίθοι κ. <span class="bibl">Poll.7.123</span>; <b class="b3">τὴν κατώρυγα</b> (sic) [[θεμελίωσιν]] foundation [[of quarried stone]], <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>6.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[excavated]], [[hewn out]], <b class="b3">ἐκ κατώρυχος στέγης</b>, of a rock tomb, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1100</span>; οἰκήματα κ. <span class="bibl">D.C.56.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[underground]], κατώρυχες δ' ἔναιον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>452</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[beneath the horizon]], ([[ἄστρα]]) <span class="bibl">Arat.510</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Subst. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[cavern]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>774</span>; <b class="b3">χρυσοῦ κατώρυχες</b> treasure [[caves]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1002</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.6.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[rooting branch]], <span class="bibl">Str.15.1.21</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:20, 30 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῶρυξ Medium diacritics: κατῶρυξ Low diacritics: κατώρυξ Capitals: ΚΑΤΩΡΥΞ
Transliteration A: katō̂ryx Transliteration B: katōryx Transliteration C: katoryks Beta Code: katw=ruc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω) A dug out, quarried, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (as if from κατωρυχής) Od.6.267, cf. 9.185; λίθοι κ. Poll.7.123; τὴν κατώρυγα (sic) θεμελίωσιν foundation of quarried stone, Ph.Byz.Mir.6.2. 2 excavated, hewn out, ἐκ κατώρυχος στέγης, of a rock tomb, S.Ant.1100; οἰκήματα κ. D.C.56.11. II underground, κατώρυχες δ' ἔναιον A.Pr.452. 2 beneath the horizon, (ἄστρα) Arat.510. III Subst. κατῶρυξ, ἡ, cavern, S.Ant.774; χρυσοῦ κατώρυχες treasure caves, E.Hec.1002, cf. Max.Tyr.6.3. 2 rooting branch, Str.15.1.21.

German (Pape)

[Seite 1407] υχος, eingegraben, in die Erde eingesenkt; ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσιν ἀραρυῖα Od. 6, 267. 9, 185, wie von κατωρυχής, das sich sonst nicht findet; nach Eust. ὧν μέρος τι κατορώρυκται; nach Poll. 7, 123 οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι; – κατώρυχες ἔναιον, in Höhlen oder Gruben unter der Erde, Aesch. Prom. 450; ἐκ κατώρυχος στέγης Soph. Ant. 1087; κατώρυχα οἰκήματα D. C. 56, 11; κατώρυχα δινεύονται Arat. 510. – Als subst. ἡ κατῶρυξ, die Grube, Höhle; κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι Soph. Ant. 770; χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur. Hec. 1002. – Auch der Senker, das Senkreis, Theophr., Strab. XV, 694.

Greek (Liddell-Scott)

κατῶρυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κατωρυχής), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» Πολυδ. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. τύπος) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, ὑπόγειος, κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- ὡσαύτως ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. κατῶρυξ, ἡ, ὄρυγμα, λάκκος, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος θησαυρός, χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) ῥίζα πρὸς τὰ κάτω χωροῦσα, καταβολάς, παραφυάς, κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694.

French (Bailly abrégé)

υχος (ὁ, ἡ)
I. adj.
1 enfoui en terre;
2 situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; κατῶρυξ στέγη SOPH abri souterrain;
II. subst.
1 excavation ; souterrain, caverne;
2 chambre souterraine pour le dépôt d’un trésor.
Étymologie: κατορύσσω.

English (Autenrieth)

υχος (ὀρύσσω): dug in, buried or firmly set in the earth. (Od.)

Greek Monolingual

ο, η (Α κατῶρυξ, -ώρυχος και κατωρυχής, -ές)
νεοελλ.
το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής
αρχ.
1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῑα», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ κατώρυχος στέγης ἄνες», Σοφ.)
3. αυτός που κατοικεί μέσα στο έδαφος («κατώρυχες δ' ἔναιον», Αισχύλ.)
4. το θηλ. ως ουσ.κατῶρυξ
α) σπήλαιο («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», Σοφ.)
β) κρυμμένος θησαυρός («χρυσοῡ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», Ευρ.)
γ) κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, καταβολάδα.

Greek Monotonic

κατῶρυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ (κατορύσσω),
I. βυθισμένος ή χωμένος στη γη, ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (όπως αν προερχόταν από το κατωρυχής), σε Ομήρ. Οδ.
II. υπόγειος, αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπηλιές, σε Αισχύλ.· ἐκ κατώρυχος στέγης, δηλ. από τον τάφο, σε Σοφ.
III. 1. ως ουσ., κατῶρυξ, , λάκκος, σκάμμα, όρυγμα, σπήλαιο, στον ίδ.
2. θαμμένος θησαυρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατῶρυξ: ῠχος adj. (эп. dat. pl. κατωρυχέεσιν)
1) врытый (в землю), вкопанный (λᾶας, λίθος Hom.);
2) вырытый в земле, подземный (στέγη Soph.): κατώρυχες ἔναιον Aesch. (первобытные люди) жили в подземельях.
ῠχος ἡ
1) подземелье, пещера (ζῆν ἐν κατώρυχι Soph.);
2) подземный тайник или зарытый в землю клад (χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατῶρυξ, gen. -υχος [κατορύσσω] ep. dat. plur. -χέεσσι ingegraven:. ἀγορή... λαέσσι κατωρυχέεσσ ’ ἀραρυῖα een vergaderplaats voorzien van ingegraven stenen Od. 6.267. uitgegraven, ondergronds:; κατώρυχες δ ’ ἔναιον zij leefden onder de grond Aeschl. PV 452; κ. στέγη onderaardse woning Soph. Ant. 1100; subst. ἡ κατῶρυξ grot.

Middle Liddell

κατῶρυξ, υχος, κατορύσσω
I. sunk or imbedded in the earth, ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (as if from κατωρυχήσ), Od.
II. underground, in caves, Aesch.; ἐκ κατώρυχος στέγης, i. e. from the grave, Soph.
III. as substantive, κατῶρυξ, a pit, cavern, Soph.
2. a buried treasure, Eur.

English (Woodhouse)

buried, sunk in the earth, underground room

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)