βαρύφρων: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βαρύφρων:''' 2, gen. ονος разгневанный, гневный ([[Νέμεσις]] Anth.; [[Ἡρακλῆς]] Theocr. - v. l. к [[βαθύφρων]]).
|elrutext='''βαρύφρων:''' 2, gen. ονος разгневанный, гневный ([[Νέμεσις]] Anth.; [[Ἡρακλῆς]] Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] к [[βαθύφρων]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:35, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠφρων Medium diacritics: βαρύφρων Low diacritics: βαρύφρων Capitals: ΒΑΡΥΦΡΩΝ
Transliteration A: barýphrōn Transliteration B: baryphrōn Transliteration C: varyfron Beta Code: baru/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν) A heavy of mind, melancholy, gloomy, συντυχίαι Lyr.Adesp.140.8; Αἰήτης A.R.4.731; savage, ταῦρος Lyc.464; cruel, δαίμων Opp.H.4.174. 2 weighty of purpose, grave-minded, Theoc.25.110.

German (Pape)

[Seite 435] ον, schwermüthig, mißmüthig, Theocr. 25, 110; Ap. Rh. 4, 731; Mel. 34 (XII, 141) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύφρων: ον,γεν.-ονος,(φρήν) βαρύθυμος, μελαγχολικός, κατηφής, συντυχίαι Λυρ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1.174· -ἄγριος, ταῦρος Λυκόφρ. 464. 2) σπουδαῖον ἔχων σκοπὸν (βαθύφρων, Kiessling), Θεόκρ. 25.110,Ἀπολλ.Ρόδ. Δ.731.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 dont l’esprit est accablé, triste ; ou simpl. grave;
2 au cœur dur : cruel, sauvage.
Étymologie: βαρύς, φρήν.

Spanish (DGE)

(βᾰρύφρων) -ον
cruel συντυχίαι Lyr.Adesp.100b.8, Αἰήτης A.R.4.731, Ἡρακλῆς Theoc.25.110, Νέμεσις AP 12.141, δαίμων Opp.H.4.174
salvaje ταῦρος Lyc.464, θύννη Opp.H.4.505.

Greek Monolingual

βαρύφρων (-ονος), ο, η (AM)
1. (για ζώο) άγριος
2. (για άνθρωπο) απολίτιστος
αρχ.
1. βαρύθυμος
2. σκληρός, άσπλαχνος
3. σταθερός, αποφασιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -φρων < φρην (-ενός) «νους, καρδιά»].

Greek Monotonic

βᾰρύφρων: -ον (φρήν), γεν. -ονος, βαρύθυμος, κατηφής, αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή σκέψη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύφρων: 2, gen. ονος разгневанный, гневный (Νέμεσις Anth.; Ἡρακλῆς Theocr. - v.l. к βαθύφρων).

Middle Liddell

φρήν
weighty of purpose, grave-minded, Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύφρων -ον, gen. -ονος βαρύς, φρήν ernstig, vastberaden.