καθικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθικνοῦμαι]], [[καθικνέομαι]] (Α)<br />(αποθ. ρ.)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[αγγίζω]] («[[ἐπεί]] με καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]] («[[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] («[[ταχέως]] καθικνεῑτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] («καθικνεῑται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) τὸ [[κατικόμενον]]<br /><b>επιγρ.</b> το κληρονομικό [[μερίδιο]] που περιέρχεται στην [[κατοχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
|mltxt=[[καθικνοῦμαι]], [[καθικνέομαι]] (Α)<br />(αποθ. ρ.)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[αγγίζω]] («[[ἐπεί]] με καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]] («[[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] («[[ταχέως]] καθικνεῖτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] («καθικνεῖται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) τὸ [[κατικόμενον]]<br /><b>επιγρ.</b> το κληρονομικό [[μερίδιο]] που περιέρχεται στην [[κατοχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 08:00, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθικνέομαι Medium diacritics: καθικνέομαι Low diacritics: καθικνέομαι Capitals: ΚΑΘΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kathiknéomai Transliteration B: kathikneomai Transliteration C: kathikneomai Beta Code: kaqikne/omai

English (LSJ)

fut. A -ίξομαι Plb.5.93.5, etc., dub. in IG5(2).4.13 (Tegea, iv B.C.): aor. -ῑκόμην (v. infr.): pf. part. καθιγμένον Hsch.:— come down to: in Hom. only metaph., reach, touch, με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον Od.1.342, μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ thou hast touched me nearly, Il.14.104; later, of any down-stroke, κάρα… κέντροισί μου καθίκετο came down upon my head, S.OT809; εἰς ὅλμους κ. ὑπέροις Paus.5.18.2: abs., ἐπανατεινάμενος τὸ ξίφος καθικνεῖται Parth.8.9: generally, take effect, Phld.Mus.p.85K.; attack, affect, τῆς ὀπτήσεως καθικνουμένης καὶ ἐξατμιζούσης τὸ τροφῶδες Ath.Med. ap. Orib.1.9.1: freq. in Prose, c. gen., κ. τῆς πηγῆς Paus.7.21.12; κ. τῆς ψυχῆς reach or touch it, Pl.Ax.369e; ἡμῶν ὁ λόγος καθίκετο Luc. Nigr.35; ἡ ὕβρις οὐ μετρίως μου καθίκετο Id.Tox.46; κ. τινὸς πικρότατα Ael.VH14.3; κ. τινὸς σκύτεσι, κονδύλῳ, strike one with a strap, etc., Plu.Ant.12,Alc.7. 2 κ. τῆς ἐπιβολῆς attain one's purpose, Plb.2.38.8, cf. 4.50.10; ποιεῖν (πόλιν) τηλικαύτην ἡλίκην καὶ τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται they will succeed, Id.5.93.5. 3 κατικόμενον, τό, that which comes to one, one's share of an inheritance, IG9 (1).334.30 (Locr., v. B.C.).

German (Pape)

[Seite 1286] (s. ἱκνέομαι), hinabkommen, hingelangen, treffen, bes. schmerzlich berühren; πένθος καθίκετό με, Leid traf mich, Od. 1, 342; μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, gar sehr trafst du mir die Seele mit dem Vorwurfe, Il. 14, 104; ähnl. Soph. κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο O. R. 809; gew. c. gen., τοῖς δυναμένοις καθικέσθαι τῆς ψυχῆς, die Seele treffen, rühren, Plat. Ax. 369 e; vgl. Luc. Nigr. 35; κονδύλῳ καθικόμενος αὐτοῦ Plut. Alc. 7, u. a. Sp., leiblich u. geistig Einen antasten, schelten, βακτηρίᾳ καθικνεῖ. ταί τινος Sext. Emp. adv. log. 1, 188; – erreichen, erlangen, τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς Pol. 2, 38, 8, τῆς ἀρχῆς 6, 35, 5, τῆς προθέσεως 4, 50, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καθικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. β ́ -ῑκόμην: ἀποθ. Κατέρχομαι· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον μεταφ., φθάνω, ἐγγίζω, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον, «ἀντὶ τοῦ ἵκετο καὶ κατέλαβε λέγει» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 342· μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, «πάνυ γέ πώς μου καθήψω τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 104· ὡσαύτως, μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο, μὲ ἐκτύπησεν εἰς τὴν κεφαλήν, Σοφ. Ο. Τ. 809· γυναῖκας ἐς ὅλμους καθικνουμένας ὑπέροις, τυπτομένας διὰ κοπάνων, Παυσ. 5, 18, 2· - παρὰ τοῖς πεζολόγοις ἡ γεν. ἦτο συχνοτέρα, καθικέσθαι τῆς πηγῆς... ὅσον ἐπιψαῦσαι τοῦ ὕδατος, νὰ καταβῇ (τὸ διὰ σχοινίου καταβιβαζόμενον κάτοπτρον) πρὸς τὴν πηγὴν τόσον πλησίον ὅσον νὰ ἐγγίσῃ τὸ νερόν, ὁ αὐτ. 7. 21, 12· καθ. τῆς ψυχῆς, ἐγγίσαι αὐτήν, Πλάτ. Ἀξ. 369Ε· ἡμῶν ὁ λόγος καθίκετο Λουκ. Νιγρ. 35· ἡ ὕβρις οὐ μετρίως μου καθίκετο, ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 46· καθ. τινος πικρότατα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 3· οὕτω, καθ. τινος σκύτει, κονδύλῳ, τύπτειν τινὰ διὰ τῆς μάστιγος, κτλ., Πλουτ. Ἀντών. 12, Ἀλκιβ. 7.
2) καθ. τῆς ἐπιβολῆς, φθάνω, κατορθώνω τὸν σκοπόν μου, Πολύβ. 2. 38, 8, προβλ. 4. 50, 10· ἀπολ., τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται, θὰ ἐπιτύχωσιν, ὁ αὐτ. 5. 93, 5.

Greek Monolingual

καθικνοῦμαι, καθικνέομαι (Α)
(αποθ. ρ.)
1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζωἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.)
2. πλήττωμέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.)
3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνωταχέως καθικνεῖτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», Πολ.)
4. κατακρίνω, ελέγχω, αποδοκιμάζω
5. κατέρχομαι, κατεβαίνω («καθικνεῖται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)
6. (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) τὸ κατικόμενον
επιγρ. το κληρονομικό μερίδιο που περιέρχεται στην κατοχή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].

French (Bailly abrégé)

f. καθίξομαι, ao.2 καθικόμην;
atteindre, toucher : κάρα SOPH frapper la tête ; fig. θυμόν IL toucher le cœur ; με καθίκετο πένθος OD la douleur m’a atteint ; plus souv. avec le gén. : τινος toucher, atteindre qqn ou qch ; τινός τινι toucher ou frapper qqn de qch.
Étymologie: κατά, ἱκνέομαι.

English (Autenrieth)

aor. καθῖκόμην: reach, touch, Od. 1.342, Il. 14.104.

Greek Monotonic

καθικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ῑκόμην· αποθ., φθάνω σε, κατέρχομαι· μεταφ., φθάνω, εγγίζω, με καθίκετο πένθος, σε Ομήρ. Οδ.· καθίκεο θυμόν, θυμός ενέσκηψε στην καρδιά μου, σε Ομήρ. Ιλ.· κάρα μου καθίκετο, με χτύπησε στο κεφάλι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθικνέομαι: (fut. καθίξομαι, aor. 2 καθῑκόμην)
1) болезненно касаться, больно задевать, затрагивать, поражать (τινα θυμὸν ἐνιπῇ Hom.; κ. τῆς ψυχῆς Plat.; ἐξεπιπολῆς κ. τινος Luc.): πένθος ἄλαστον καθίκετό με Hom. страшное горе посетило меня;
2) поражать, наносить удар, ударять (κάρα τινὸς κέντροισι Soph.; κονδύλῳ τινός Plut.; βακτηρίᾳ τινός Sext.);
3) бить, наказывать (διδάσκαλος παίδων ἑνὸς καθικόμενος Plut.);
4) доходить, достигать, добиваться (τῆς ἀρχῆς Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθικνέομαι [κατά, ἱκνέομαι] aor. καθικόμην; perf. καθῖγμαι, ptc. καθιγμένος; plqperf. 3 sing. καθῖκτο; fut. καθίξομαι bereiken, aanraken, treffen:; μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο hij trof mij met zijn dubbele rijzweep midden op mijn hoofd Soph. OT 809; overdr.:; μάλα πώς με καθίκεο θυμόν je hebt mij diep in mijn hart geraakt Il. 14.104; με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον mij heeft bij uitstek ondraaglijk leed getroffen Od. 1.342; ook met gen.: τῆς ψυχῆς κ. de ziel raken [Plat.] Ax. 369e.

Middle Liddell

fut. -ίξομαι aor2 -ῑκόμην
Dep., to come down to: metaph. to reach, touch, με καθίκετο πένθος Od.; καθίκεο θυμόν hast touched my heart, Il.; κάρα μου καθίκετο came down upon my head, Soph.