ἐνθρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(13_5)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] (s. [[θρώσκω]]), hinein-, hinaufspringen, τάφῳ Eur. El. 327; öfter im aor. II. ἐνέθορον, μέσῳ πόντῳ Il. 21, 233. 24, 79; ὁμίλῳ 15, 623; βουσί 5, 161, in tmesi, er sprang auf sie los; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, er sprang mit der Ferse gegen des Andern Hüfte, Od. 17, 233; πῦρ Pind. P. 3, 37; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 120; auch Synes. u. Apolldr. 3, 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] (s. [[θρώσκω]]), hinein-, hinaufspringen, τάφῳ Eur. El. 327; öfter im aor. II. ἐνέθορον, μέσῳ πόντῳ Il. 21, 233. 24, 79; ὁμίλῳ 15, 623; βουσί 5, 161, in tmesi, er sprang auf sie los; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, er sprang mit der Ferse gegen des Andern Hüfte, Od. 17, 233; πῦρ Pind. P. 3, 37; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 120; auch Synes. u. Apolldr. 3, 2, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνθρώσκω''': μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. ἐνέθορον καὶ Ἐπικ. ἔνθορον, πηδῶ [[ἐντός]], εἰς τὸ [[μέσον]] ἢ ἐπὶ τινος, [[μετὰ]] δοτ., ἔνθορε μέσῳ ποταμῷ Ἰλ. Φ. 233· ἔνθορ’ ὁμίλῳ Ο. 623, ἐν τμήσει, ὡς δὲ [[λέων]] ἐν βουσὶ θορὼν Ε. 161, πρβλ. Υ. 381· ὄρει πῦρ ἐνθορὸν Πίνδ. Π. 3. 67· ἐνθρώσκει τάφῳ Εὐρ. Ἠλ. 327· - λάξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδήσας ἐλάκτισεν αὐτὸν εἰς τὸ [[ἰσχίον]], Ὀδ. Ρ. 233.
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. ἔνθορε: [[spring]] in or [[upon]], w. dat., Il. 15.623, Il. 24.79 ; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, ‘[[with]] a [[kick]] at his [[hip]],’ Od. 17.233.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνθρῴσκω]] (Α) [[θρῴσκω]]<br />[[πηδώ]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εισορμώ]], [[εισπηδώ]] («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῦ ἀπαΐξας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθρώσκω:''' μέλ. -[[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ <i>ἐνέθορον</i>, Επικ. [[ἔνθορον]]· [[πηδώ]] μέσα, [[επάνω]] ή [[ανάμεσα]], τινάζομαι, [[αναπηδώ]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· <i>λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ</i>, πηδώντας τον κλώτσησε στο [[ισχίο]] με τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θοροῦμαι]] aor2 ἐνέθορον epic [[ἔνθορον]]<br />to [[leap]] in, on, or [[among]], c. dat., Il., Eur.:— λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ leapt with his feet [[against]] his, Od.
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 843] (s. θρώσκω), hinein-, hinaufspringen, τάφῳ Eur. El. 327; öfter im aor. II. ἐνέθορον, μέσῳ πόντῳ Il. 21, 233. 24, 79; ὁμίλῳ 15, 623; βουσί 5, 161, in tmesi, er sprang auf sie los; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, er sprang mit der Ferse gegen des Andern Hüfte, Od. 17, 233; πῦρ Pind. P. 3, 37; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 120; auch Synes. u. Apolldr. 3, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρώσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. ἐνέθορον καὶ Ἐπικ. ἔνθορον, πηδῶ ἐντός, εἰς τὸ μέσον ἢ ἐπὶ τινος, μετὰ δοτ., ἔνθορε μέσῳ ποταμῷ Ἰλ. Φ. 233· ἔνθορ’ ὁμίλῳ Ο. 623, ἐν τμήσει, ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν Ε. 161, πρβλ. Υ. 381· ὄρει πῦρ ἐνθορὸν Πίνδ. Π. 3. 67· ἐνθρώσκει τάφῳ Εὐρ. Ἠλ. 327· - λάξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδήσας ἐλάκτισεν αὐτὸν εἰς τὸ ἰσχίον, Ὀδ. Ρ. 233.

English (Autenrieth)

aor. ἔνθορε: spring in or upon, w. dat., Il. 15.623, Il. 24.79 ; λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, ‘with a kick at his hip,’ Od. 17.233.

Greek Monolingual

ἐνθρῴσκω (Α) θρῴσκω
πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι, εισορμώ, εισπηδώ («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῦ ἀπαΐξας», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐνθρώσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἐνέθορον, Επικ. ἔνθορον· πηδώ μέσα, επάνω ή ανάμεσα, τινάζομαι, αναπηδώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ, πηδώντας τον κλώτσησε στο ισχίο με τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -θοροῦμαι aor2 ἐνέθορον epic ἔνθορον
to leap in, on, or among, c. dat., Il., Eur.:— λὰξ ἔνθορεν ἰσχίῳ leapt with his feet against his, Od.