ἄστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans tapis ni couverture, sans lit ; nu;<br /><b>2</b> sans selle.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[στρώννυμι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans tapis ni couverture, sans lit ; nu;<br /><b>2</b> sans selle.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[στρώννυμι]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 17:00, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστρωτος Medium diacritics: ἄστρωτος Low diacritics: άστρωτος Capitals: ΑΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: ástrōtos Transliteration B: astrōtos Transliteration C: astrotos Beta Code: a)/strwtos

English (LSJ)

ον, A without bed or bedding, εὕδω Epich.35.14, cf. Pl. Smp.203d, Plt.272a. 2 uncovered, Id.Prt.321c: metaph., bare, πέδον E.HF52. 3 of a horse, without trappings, Arr.Tact.2.3, Suid.

German (Pape)

[Seite 378] unbedeckt, γυμνοὶ καὶ ἄστρωτοι Plat. Polit. 272 a; vgl. Prot. 321 c; ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τιθέντες Eur. Herc. fur. 52; ohne Decke u. ohne Bett, εὕδειν Epicharm.; ἵππος, ohne Pferdedecke, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans tapis ni couverture, sans lit ; nu;
2 sans selle.
Étymologie: , στρώννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de manta de pers. γυμνοὶ καὶ ἄστρωτοι Pl.Plt.272a, cf. Prt.321c, Smp.203d, Plot.3.5.5
ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι E.Fr.367, εὐναί Luc.Trag.65, cf. E.HF 52, Arr.Epict.1.24.7, Nonn.D.47.139.
2 de caballerías carente de arreos Arr.Tact.2.3, Ach.Tat.3.12.1, Sud.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄστρωτος, -ον) στρωτός
(για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο»)
2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι»)
3. εκείνος που δεν έχει γίνει λείος κατά την επίστρωσηάστρωτος τοίχος», «άστρωτη μπογιά»)
4. ο ασυγύριστος («άστρωτο κρεβάτι»)
5. εκείνος που δεν έχει ετοιμαστεί με τοποθέτηση των αναγκαίων σκευών («άστρωτο τραπέζι»)
6. όποιος δεν έχει στρωθεί με ξύλινο, λίθινο κ.λπ. δάπεδο («άστρωτο πάτωμα», «άστρωτος δρόμος»)
7. άτακτος, ζωηρός («άστρωτο παιδί»)
8. εκείνος που δεν έχει στρώσει, που δεν έχει τακτοποιηθεί σε μια δουλειά («άστρωτος εργάτης»)
9. αυτός που δεν λειτουργεί ακόμη κανονικά («άστρωτη δουλειά»)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κρεβάτι
2. ο ξεσκέπαστος
3. (για έδαφος) που δεν έχει στρωσίδια.

Greek Monotonic

ἄστρωτος: -ον, αυτός που δεν έχει κρεβάτι ή κλίνη, σε Πλάτ.· μεταφ., αυτός που δεν είναι λείος, τραχύς, ανώμαλος, απότομος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστρωτος:
1) непокрытый, неодетый (ἄνθρωπος γυμνός τε καὶ ἀνυπόδητος καὶ ἄ. Plat.);
2) ничем не устланный, голый (ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τιθέναι Eur.).

Middle Liddell


without bed or bedding, Plat.: metaph. unsmoothed, rugged, Eur.