παραδειγματίζω: Difference between revisions
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραδειγμᾰτίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> выставлять в качестве (дурного) примера (τινά Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[выставлять на посмеяние]], [[делать посмешищем]], [[позорить]] (τινά Plut., NT). | |elrutext='''παραδειγμᾰτίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выставлять в качестве]] (дурного) примера (τινά Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[выставлять на посмеяние]], [[делать посмешищем]], [[позорить]] (τινά Plut., NT). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:46, 19 August 2022
English (LSJ)
A make an example of, τινα LXX Nu.25.4, Plb.2.60.7, 29.19.5 (Pass.); make a show or spectacle of, Ev.Matt.1.19; π. ἑαυτόν Plu.2.520b. II show by example, Eust.153.18 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 476] Einen zum Beispiel machen, ihn zum Beispiel aufstellen, τινά, Pol. 29, 7, 5 u. öfter, Plut. u. a. Sp.; – παραδειγματιστέον, Pol. 35, 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παραδειγμᾰτίζω: ἐπιδεικνύω ὡς παράδειγμα, μετὰ τιμωρίας παραδειγματιζόμενον Πολύβ. 2. 60, 7., 29. 7, 5, Ἑβδ.· ― ἐκθέτω τινὰ εἰς τὸ κοινόν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. α΄, 19· π. ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 520Β. ΙΙ. δεικνύω διὰ παραδείγματος, Εὐστ. 153. 18.
French (Bailly abrégé)
faire un exemple, particul. frapper d’un blâme ou d’une peine qui servent d’exemple ; rendre infâme, déshonorer.
Étymologie: παράδειγμα.
English (Strong)
from παρά and δειγματίζω; to show alongside (the public), i.e. expose to infamy: make a public example, put to an open shame.
English (Thayer)
1st aorist infinitive παραδειγματίσαι; (παραδιγμα (from δείκνυμι)) an example; also an example in the sense of a warning (cf. Schmidt, chapter 128)); to set forth as an example, make an example of; in a bad sense, to hold up to infamy; to expose to public disgrace: τινα, R G; A. V. put to open shame). (Sept.); Additions to 4:17q]; Protevangelium Jacobi, chapter 20; often in Polybius; Plutarch, de curios. 10; Eusebius, quaest. ad Steph. 1,3 (iv. 884d., Migne edition).) (Cf. Schmidt, chapter 128.)
Greek Monolingual
ΝΑ παράδειγμα
1. προβάλλω κάτι προηγούμενο ως παράδειγμα («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῦς κυρίῳ», ΠΔ)
2. καθιστώ κάτι κατανοητό με παράδειγμα, καταδεικνύω κάτι με παράδειγμα
3. διδάσκω κάποιον δίνοντάς του παράδειγμα («η τιμωρία παραδειγματίζει»)
νεοελλ.
1. τιμωρώ κάποιον για να σωφρονίσω και τους άλλους
2. παθ. παραδειγματίζομαι
διδάσκομαι από το παράδειγμα, το πάθημα ή την τιμωρία κάποιου άλλου
μσν.-αρχ.
αποδεικνύω κάτι με παράδειγμα
αρχ.
εκθέτω κάποιον σε κοινή θέα για παραδειγματισμό τών άλλων, διαπομπεύω.
Greek Monotonic
παραδειγμᾰτίζω: μέλ. -σω, διδάσκω με το παράδειγμα κάποιου, προβάλλω ως παράδειγμα, με αιτ., σε Πολύβ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
παραδειγμᾰτίζω:
1) выставлять в качестве (дурного) примера (τινά Polyb.);
2) выставлять на посмеяние, делать посмешищем, позорить (τινά Plut., NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδειγματίζω [παράδειγμα] tot voorbeeld stellen, ook in ongunstige zin tot voorwerp van spot maken:. ἀνασταυροῦντας... τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ καὶ παραδειγματίζοντας door de zoon van God aan het kruis te slaan en hem te bespotten NT Hebr. 6.6.
Middle Liddell
[from παράδειγμα fut. σω
to make an example of one, c. acc., Polyb., NTest.
Chinese
原文音譯:paradeigmat⋯zw 爬拉-得格馬提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-顯示(化)
字義溯源:在民眾旁顯示,顯然羞辱,顯示,作大眾模範,公然輕蔑,明明羞辱;由(παρά)*=旁,出於)與(δειγματίζω)=陳列)組成;而 (δειγματίζω)出自(δεῖγμα)=樣品), (δεῖγμα)出自(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)
出現次數:總共(2);太(1);來(1)
譯字彙編:
1) 顯然羞辱(1) 來6:6;
2) 明明的羞辱(1) 太1:19