περιωπή: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periopi | |Transliteration C=periopi | ||
|Beta Code=periwph/ | |Beta Code=periwph/ | ||
|Definition=ἡ, (ὤψ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[place commanding a wide view]], <span class="bibl">Il.14.8</span>, <span class="bibl">23.451</span>, <span class="bibl">Od.10.146</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>272e</span>; <b class="b3">παράκτιος π</b>. <span class="title">AP</span> 6.167 (Agath.); <b class="b3">ἐκ περιωπῆς</b> from [[a place of vantage]], by | |Definition=ἡ, (ὤψ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[place commanding a wide view]], <span class="bibl">Il.14.8</span>, <span class="bibl">23.451</span>, <span class="bibl">Od.10.146</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>272e</span>; <b class="b3">παράκτιος π</b>. <span class="title">AP</span> 6.167 (Agath.); <b class="b3">ἐκ περιωπῆς</b> from [[a place of vantage]], by [[a bird's-eye view]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Symp.</span>11</span>, <span class="bibl"><span class="title">Im.</span>1</span>; <b class="b3">ἐκ π. τοῦ Πηλίου</b> from [[the summit]] of P., <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span>19.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[circumspection]], <b class="b3">πολλὴν π. τινὸς ποιεῖσθαι</b> to show much [[caution]] in a thing, <span class="bibl">Th.4.87</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[contemplation]], <b class="b3">ἐπιστήμης, τοῦ θείου</b>, Procl <span class="title">in Alc.</span>pp.19,21 C. : pl., <b class="b3">ταῖς τοῦ νοῦ π</b>. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>54</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 20 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (ὤψ) A place commanding a wide view, Il.14.8, 23.451, Od.10.146, Pl.Plt.272e; παράκτιος π. AP 6.167 (Agath.); ἐκ περιωπῆς from a place of vantage, by a bird's-eye view, Luc.Symp.11, Im.1; ἐκ π. τοῦ Πηλίου from the summit of P., Philostr.Her.19.1. II circumspection, πολλὴν π. τινὸς ποιεῖσθαι to show much caution in a thing, Th.4.87. III contemplation, ἐπιστήμης, τοῦ θείου, Procl in Alc.pp.19,21 C. : pl., ταῖς τοῦ νοῦ π. Dam.Pr.54.
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, Ort, von wo man weit oder rings um sich sehen kann, dasselbe, was σκοπιά, Warte; Il. 14, 8. 23, 451 Od. 10, 146; Plat. polit. 272 e; Sp. : παράκτιος, Agath. 28 (VI, 167); θαλασσαίη, 50 (IX, 653); ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς, Luc. Conv. 11; – dah. die Umsicht, Vorsicht, περιωπὴν ποιεῖσθαί τινος, Thuc. 4, 87, vorsichtig sein.
Greek (Liddell-Scott)
περιωπή: ἡ, (ὤψ) τόπος ἐξ οὗ τις βλέπει εἰς λίαν μακρὰν ἀπόστασιν ὁλόγυρα, ὡς τὸ σκοπιά, Ἰλ. Ξ. 8, Ψ. 451, Ὀδ. Κ. 146, Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· ἐκ περιωπῆς, ἐκ τόπου ὑψηλοῦ, ἐκ τόπου ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ βλέπῃ τί γίνεται ὁλόγυρα, ἐκ περιωπῆς ἑωρακὼς Λουκ. Συμπ. 11, Εἰκ. 1· ἐκ π. τοῦ Πηλίου, ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ Π., Φιλόστρ. 729. ΙΙ. περίβλεψις, προσοχή, πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι, «φροντίδα, πρόνοιαν, περίσκεψιν» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 86.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 lieu d’où la vue s’étend alentour, poste d’observation (donjon, guérite, etc.) ; ἐκ περιωπῆς ὁρᾶν LUC voir de haut ou de loin;
2 fig. circonspection, vigilance : περιωπὴν ποιεῖσθαι THC sauvegarder.
Étymologie: περί, ὄψομαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ψηλό μέρος με ανοιχτή θέα
νεοελλ.
1. εξέχουσα θέση
2. φρ. α) «άνθρωπος [[[επιστήμονας]], ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» — άνθρωπος [[[επιστήμονας]], ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής
3. «από περιωπής»
i) αφ' υψηλού, με περιφρόνηση
ii) χωρίς προκατάληψη, αντικειμενικά
μσν.-αρχ.
το ύψος, η ανωτερότητα της πνευματικής ζωής
αρχ.
1. προσοχή, σύνεση
2. μελέτη, προσεκτική σκέψη για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὠπή «πρόσωπο, θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- της ρίζας οπ- του ὄπωπα (πρβλ. επωπή)].
Greek Monotonic
περιωπή: ἡ (ὤψ),·
I. τόπος από τον οποιο βλέπει κανείς μακριά ή σε μεγάλη απόσταση, σε Όμηρ.· ἐκπεριωπῆς, από ψηλά, από τη θέση που βλέπει ένα πουλί, σε Λουκ.
II. περίσκεψη, πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι, δείχνω υπερβολική προσοχή σε κάποιο πράγμα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιωπή: ἡ
1) наблюдательный пункт, возвышенное место Hom., Plat.: ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς Luc. осматривая с наблюдательного пункта;
2) досл. обозревание, осмотр, перен. осмотрительность: πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι Thuc. чрезвычайно осмотрительно действовать в чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιωπή -ῆς, ἡ [~ περιοράω] uitkijkpost. voorzichtigheid:. πολλὴν περιωπὴν τῶν ἡμῖν ἐς τὰ μέγιστα διαφόρων ποιούμεθα wij betrachten grote voorzichtigheid met de in onze ogen hoogste belangen Thuc. 4.87.1.
Middle Liddell
περι-ωπή, ἡ, [ὤψ]
I. a place commanding a wide view, Hom.; ἐκ περιωπῆς by a bird's-eye view, Luc.
II. circumspection, πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι to show much caution in a thing, Thuc.