παραχράομαι: Difference between revisions
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> faire un mauvais usage, abuser <i>ou</i> mésuser τινι <i>ou</i> ἔς τινα, agir mal <i>ou</i> exercer de mauvais traitements à | |btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> faire un mauvais usage, abuser <i>ou</i> mésuser τινι <i>ou</i> ἔς τινα, agir mal <i>ou</i> exercer de mauvais traitements à l'égard de qqn;<br /><b>2</b> faire peu de cas de ; <i>abs.</i> παραχρεώμενοι HDT insouciants (de leur sort, de leur vie, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[χράομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:25, 5 September 2022
English (LSJ)
A misuse, abuse, οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται Arist.Fr.56; χρῶ μὴ παραχρώμενος Ph.2.61: c. dat., π. τῷ σώματι Plb.6.37.9, etc.; π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις D.H.6.93. 2 π. ἐς τοὺς συμμάχους deal wrongly or unworthily with them, Hdt.5.92.ά. II treat with contempt, disregard, c. acc., Id.1.108, 4.159, 8.20: part. παραχρεώμενοι, abs., of combatants, fighting without thought of life, setting nothing by their life, Id.7.223. III use for a further or subsidiary purpose, Arist.PA688a23. B Act. παραχράω, = παραχρηστηριάζω, Str.Chr.9.8.
German (Pape)
[Seite 508] (s. χράομαι), falsch, auf die unrechte Art brauchen, mißbrauchen, σώματι, Pol. 6, 37, 9. 13, 4, 5; auch vom falschen Gebrauche der Wörter, Sp.; – schlecht behandeln, ὥςπερ ἀνδραπόδοις, D. Hal. 6, 93; Plut.; schlecht handeln, εἴς τινα, Her. 5, 92, 1. – Auch = nebenbei brauchen, als Nebensache behandeln, geringschätzen, πρῆγμα μηδαμὰ παραχρήσῃ, Her. 1, 108. 8, 20, wo es dem οὐ χράομαι entspricht; c. gen., τῶν μαχίμων, 2, 141; absolut, παραχρεώμενοι, 4, 159. 7, 223, von erbitterten Streitern, die ihr Leben für Nichts achten, mit Lebensverachtung kämpfen.
Greek (Liddell-Scott)
παραχράομαι: κακῶς μεταχειρίζομαι, κακὴν ποιοῦμαι χρῆσιν, κακῶς χρῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33 οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 527Α· χρῶ μὴ παραχρώμενος Φίλων 2. 61· μετὰ δοτ., π. τοῖς σώμασι Πολύβ. 9. 37, 9, κτλ.· π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις Διον. Ἁλ. 6. 93· κακῶς ἐφαρμόζω, μεταχειρίζομαι ἐπὶ νέας χρήσεως, οἷον ἐπίθετα, τὰ μὲν συνθείς, τοῖς δὲ παραχρησάμενος Ἄννα Κομν. 1. 148, 13. 2) π. ἐς τινα, φέρομαι κακῶς πρός τινα ἢ ἀναξίως αὐτῷ, Ἡρόδ. 5. 92, 1. ΙΙ. = ἐκ παρέργου χράομαι, μεταχειρίζομαι μετὰ περιφρονήσεως, περιφρονῶ, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 1. 108., 4. 159., 8. 20 (περὶ τοῦ 2. 141, ἴδε ἐν λ. ἀλογία)· ἡ Ἰων. μετοχ. παραχρεώμενοι κεῖται ἀπολ., ἐπὶ μανιωδῶν μαχητῶν, μαχομένων ἄνευ σκέψεως περὶ ζωῆς, μηδὲν φροντιζόντων περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 223· πρβλ. ἀφειδῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχρᾶται· κακῶς λέγει».
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 faire un mauvais usage, abuser ou mésuser τινι ou ἔς τινα, agir mal ou exercer de mauvais traitements à l'égard de qqn;
2 faire peu de cas de ; abs. παραχρεώμενοι HDT insouciants (de leur sort, de leur vie, etc.).
Étymologie: παρά, χράομαι.
Greek Monotonic
παραχράομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
I. 1. χρησιμοποιώ ακατάλληλα, κάνω κακή χρήση, κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.
2. παραχράομαι ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.
II. ἐκ παρέργου χράομαι, αντιμετωπίζω με περιφρόνηση, περιφρονώ, απαξιώ, με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. παραχρεώμενοι, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν καθόλου για την ζωή τους, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παραχράομαι: ион. παραχρέομαι
1) пренебрежительно относиться, дурно выполнять (τὸ πρῆγμα Her.): παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);
2) плохо обращаться, дурно относиться (τινος и εἴς τινα Her.);
3) злоупотреблять (τινι Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-χράομαι verkeerd handelen:; ἐς τοὺς συμμάχους tegenover de bondgenoten Hdt. 5.92α.2; veronachtzamen; met acc.:; τὸν χρησμόν het orakel Hdt. 8.20.1; abs.. παραχρεώμενοι vol doodsverachting Hdt. 7.223.4.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep.:
I. to use improperly, misuse, abuse, c. dat., Polyb.
2. π. ἔς τινα to deal wrongly or unworthily with him, Hdt.
II. = ἐκ παρέργου χράομαι, to treat with contempt, disregard, c. acc., Hdt.: ionic part. παραχρεώμενοι, of furious combatants, setting nothing by their life, Hdt.
Chinese
原文音譯:katacr£omai 卡他-赫拉哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-用
字義溯源:濫用,應用,使用,消耗,用盡;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(χράομαι)*=對待,供應)組成
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 用盡了(1) 林前9:18;
2) 使用的(1) 林前7:31