παραδρομή: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0477.png Seite 477]] ἡ, das Nebenherlaufen; κολάκων [[παραδρομή]], das Nebenherlaufen, der begleitende Schwarm der Schmeichler, Posidon. bei Ath. XII, 542 b; – das Durchlaufen, Plut. Alex. 17; – das Vorbeilaufen, ἐκ παραδρομῆς, im Ggstz von μετ' ἐπιστάσεως, Pol. 22, 17, 2, wie Arist. polit. 7, 17 ἐν παραδρομῇ πεποιήμεθα τὸν λόγον entgstzt dem ἐπιστήσαντα δεῖ λογίζειν; ἐκ παραδρομῆς auch Plut. ed. lib. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0477.png Seite 477]] ἡ, das Nebenherlaufen; κολάκων [[παραδρομή]], das Nebenherlaufen, der begleitende Schwarm der Schmeichler, Posidon. bei Ath. XII, 542 b; – das Durchlaufen, Plut. Alex. 17; – das Vorbeilaufen, ἐκ παραδρομῆς, im Ggstz von μετ' ἐπιστάσεως, Pol. 22, 17, 2, wie Arist. polit. 7, 17 ἐν παραδρομῇ πεποιήμεθα τὸν λόγον entgstzt dem ἐπιστήσαντα δεῖ λογίζειν; ἐκ παραδρομῆς auch Plut. ed. lib. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />course à travers <i>ou</i> au delà ; cours du temps.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δραμεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., [[σμῆνος]] κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· [[οὕτως]], ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) [[παρέλευσις]], μετὰ π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121. | |lstext='''παραδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., [[σμῆνος]] κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· [[οὕτως]], ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) [[παρέλευσις]], μετὰ π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A running beside: hence concretely, π. κολάκων attendant swarm of flatterers, Posidon. 7 J.; μετὰ πολλῆς π. with a large train, LXX 2 Ma.3.28. II running by, traversing, Plu.Alex.17; ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον cursorily, Arist.Pol.1336b24; ἐκ παραδρομῆς Plb.21.34.2.
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, das Nebenherlaufen; κολάκων παραδρομή, das Nebenherlaufen, der begleitende Schwarm der Schmeichler, Posidon. bei Ath. XII, 542 b; – das Durchlaufen, Plut. Alex. 17; – das Vorbeilaufen, ἐκ παραδρομῆς, im Ggstz von μετ' ἐπιστάσεως, Pol. 22, 17, 2, wie Arist. polit. 7, 17 ἐν παραδρομῇ πεποιήμεθα τὸν λόγον entgstzt dem ἐπιστήσαντα δεῖ λογίζειν; ἐκ παραδρομῆς auch Plut. ed. lib. 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
course à travers ou au delà ; cours du temps.
Étymologie: παρά, δραμεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
παραδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., σμῆνος κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· οὕτως, ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) παρέλευσις, μετὰ π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής»)
μσν.
(για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και να περιποιείται κάποιος με προθυμία («παραδρομή κολάκων», Ποσειδών)
2. ακολουθία, συνοδεία («μετὰ πολλῆς παραδρομῆς», ΚΔ)
3. διάβαση, πέρασμα από κάπου
4. φρ. «ἐν παραδρομῇ» — εν παρόδω, παρενθετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αόρ. του τρέχω), πρβλ. επιδρομή].
Greek Monotonic
παραδρομή: ἡ (παραδραμεῖν), τρέξιμο κοντά ή παραπλεύρως, περιστροφή, ανατροπή, παρέλευση, βιασύνη, σε Πλούτ.· ἐν παραδρομῇ, με βιασύνη, τρέχοντας, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
παραδρομή: ἡ пробегание, быстрое прохождение (τῆς Παμφυλίας Plut.): ἐκ παραδρομῆς Arst., Plut. и ἐν παραδρομῇ Arst. мимоходом, вскользь.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδρομή -ῆς, ἡ [παραδραμεῖν] doortocht:; τῆς Παμφυλίας π. vaart langs Pamphylië Plut. Alex. 17.6; overdr.: ἐν παραδρομῇ terloops Aristot. Pol. 1336b24.
Middle Liddell
παραδρομή, ἡ, παραδραμεῖν
a running beside or over, traversing, Plut.; ἐν παραδρομῇ cursorily, Arist.