συσκευασία: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συσκευᾰσία''': ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
|lstext='''συσκευᾰσία''': ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκευᾰσία Medium diacritics: συσκευασία Low diacritics: συσκευασία Capitals: ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ
Transliteration A: syskeuasía Transliteration B: syskeuasia Transliteration C: syskevasia Beta Code: suskeuasi/a

English (LSJ)

ἡ, packing up, getting ready, for a journey or march, ib.4.2.35.

German (Pape)

[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
préparatifs, particul. pour un départ ou une marche.
Étymologie: συσκευάζω.

Greek (Liddell-Scott)

συσκευᾰσία: ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συσκευάζω
νεοελλ.
1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα
2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην προστασία του και για στην αισθητική ικανοποίηση του καταναλωτή
3. φαρμακευτική σύνθεση
αρχ.
σύναξη και διευθέτηση τών σκευών για αναχώρηση ή πορεία.

Greek Monotonic

συσκευᾰσία: ἡ, προετοιμασία, προπαρασκευή, συγκέντρωση και τακτοποίηση αποσκευών πριν την αναχώρηση για ταξίδι ή οδοιπορία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συσκευᾰσία:подготовка, приготовления, сборы Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκευᾰσία -ας, ἡ [συσκευάζω] het pakken van bagage:. ἀμφὶ συσκευσίαν ἔχειν zich bezig houden met inpakken Xen. Cyr. 4.2.35.

Middle Liddell

συσκευᾰσία, ἡ, [from συσκευάζω
a packing up, getting ready, for a journey or march, Xen.