ἀνεπίληπτος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] dem nicht beizukommen ist, tadellos, [[βίος]] Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; [[ἐξουσία]], absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] dem nicht beizukommen ist, tadellos, [[βίος]] Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; [[ἐξουσία]], absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non exposé à être attaqué ; <i>fig.</i> irréprochable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιλαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίληπτος''': -ον, [[ἀδιάβλητος]], τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, [[ἄμεμπτος]], [[βίος]] Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· [[ἐξουσία]] ἀν., [[ἀπόλυτος]], Διον. Ἁλ. 2. 14· [[τέχνη]] Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37.
|lstext='''ἀνεπίληπτος''': -ον, [[ἀδιάβλητος]], τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, [[ἄμεμπτος]], [[βίος]] Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· [[ἐξουσία]] ἀν., [[ἀπόλυτος]], Διον. Ἁλ. 2. 14· [[τέχνη]] Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non exposé à être attaqué ; <i>fig.</i> irréprochable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιλαμβάνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 12:27, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίληπτος Medium diacritics: ἀνεπίληπτος Low diacritics: ανεπίληπτος Capitals: ΑΝΕΠΙΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: anepílēptos Transliteration B: anepilēptos Transliteration C: anepiliptos Beta Code: a)nepi/lhptos

English (LSJ)

ον, not open to attack, τοῖς ἐχθροῖς Th.5.17; not censured, blameless, βίος v.l. in E.Or.922, X.Cyr.1.2.15; perfect, τέχνη Ph.1.15; ἀνεπιληπτότερον less open to criticism, Pl.Phlb.43c; ἐξουσία ἀνεπίληπτος = not subject to control, D.H.2.14; unassailable, not subject to cancellation, συγγραφαί PTaur.1.7.15. Adv. ἀνεπιλήπτως = without being attacked X.An.7.6.37, Ph.2.2,al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no puede ser suprimido συγγραφαί UPZ 162.7.15 (II a.C.), cf. PTeb.5.48 (II a.C.)
no sometido a control ἐξουσία D.H.2.14.
2 de pers. no expuesto a ser acusado, irreprochable de Nicias, Th.5.17, Πέρσαι X.Cyr.1.2.15, διαφύλαξαν ἀνεπιλήπτους ἑαυτούς Plb.30.7.6, οἱ ... ἀπὸ Πύρρωνος Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a, ἢν δὲ ... καθαρὸς ὑμῖν καὶ ἀνεπίληπτος εὐρίσκωμαι Luc.Pisc.8, οἱ σύμμαχοι Ph.2.132
de abstr. perfecto, irreprochable τὸ λεγόμενον Pl.Phlb.43c, δοκιμασία Ph.2.362, τέχνη Ph.1.15, D.Chr.12.66, νόμος φύσεως Ph.1.349, προαίρεσις Plb.14.2.14.
3 subst. τὸ ἀνεπίληπτον = la perfección τῆς ὀροφῆς ... τὸ ἀνεπίληπτον Luc.Dom.7.
II adv. ἀνεπιλήπτως = sin peligro, ἀνεπιλήπτως πορεύεσθαι X.An.7.6.37.

German (Pape)

[Seite 224] dem nicht beizukommen ist, tadellos, βίος Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; ἐξουσία, absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non exposé à être attaqué ; fig. irréprochable.
Étymologie: , ἐπιλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίληπτος: -ον, ἀδιάβλητος, τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, ἄμεμπτος, βίος Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· ἐξουσία ἀν., ἀπόλυτος, Διον. Ἁλ. 2. 14· τέχνη Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of ἐπιλαμβάνομαι; not arrested, i.e. (by implication) inculpable: blameless, unrebukeable.

English (Thayer)

(L T Tr WH ἀνεπίλημπτος; see Mu, ἀνεπίληπτον (alpha privative and ἐπιλαμβάνω), properly, not apprehended, that cannot be laid hold of; hence, that cannot be reprehended, not open to censure, irreproachable (Tittmann i., p. 31; Trench, § ciii.): Euripides and) Thucydides down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπίληπτος, -ον)
μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»].

Greek Monotonic

ἀνεπίληπτος: -ον, αυτός που δεν επιδέχεται επίθεση, αδιάβλητος, άμεμπτος, σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. -τως, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίληπτος:
1) неуязвимый для нападок (τοῖς ἐχθροῖς Thuc.): ὦδ᾽ ἔσται ἀνεπιληπτότερον τὸ λεγόμενον Plat. правильнее будет сказать вот как;
2) безупречный, непорочный (βίος Eur., Xen., Plut.).

Middle Liddell


not open to attack, not censured, blameless, Eur., Thuc.: adv. -τως, Xen.

English (Woodhouse)

free from reproach, not liable to blame

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)