ἀρτίκολλος: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0362.png Seite 362]] genau zusammengeleimt, zusammenpassend, Soph. Tr. 765 προσπτύσσετο πλευραῖσιν ἀρτ. [[ὥστε]] τέκτονος [[χιτών]]. Dah. recht, gehörig, Aesch. Ch. 573; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht, Spt. 355. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0362.png Seite 362]] genau zusammengeleimt, zusammenpassend, Soph. Tr. 765 προσπτύσσετο πλευραῖσιν ἀρτ. [[ὥστε]] τέκτονος [[χιτών]]. Dah. recht, gehörig, Aesch. Ch. 573; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht, Spt. 355. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> parfaitement collé ; bien ajusté;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui forme un ensemble parfait;<br /><b>3</b> qui s'adapte bien ; opportun.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[κολλάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτίκολλος''': -ον, ὁ ἀκριβῶς κεκολλημένος εἴς τι, ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί, καὶ προσπτύσσεται πλευραῖσιν [[ἀρτίκολλος]], [[ὥστε]] τέκτονος, χιτὼν ἅπαν κατ’ ἄρθρον, στερεῶς κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Σοφ. Τρ. 768. ΙΙ. μεταφ., [[καλῶς]] ἁρμοζόμενος, [[ἁρμόδιος]], [[ὅπως]] ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, [[ὅπως]] ἀποβαίνωσιν ἀκριβῶς [[ὅπως]] πρέπει, Αἰσχύλ. Χο. 580· ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν, ἐν ἁρμοδίῳ καιρῷ, ὁ αὐτ. Θήβ. 373. | |lstext='''ἀρτίκολλος''': -ον, ὁ ἀκριβῶς κεκολλημένος εἴς τι, ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί, καὶ προσπτύσσεται πλευραῖσιν [[ἀρτίκολλος]], [[ὥστε]] τέκτονος, χιτὼν ἅπαν κατ’ ἄρθρον, στερεῶς κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Σοφ. Τρ. 768. ΙΙ. μεταφ., [[καλῶς]] ἁρμοζόμενος, [[ἁρμόδιος]], [[ὅπως]] ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, [[ὅπως]] ἀποβαίνωσιν ἀκριβῶς [[ὅπως]] πρέπει, Αἰσχύλ. Χο. 580· ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν, ἐν ἁρμοδίῳ καιρῷ, ὁ αὐτ. Θήβ. 373. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A close-glued, clinging close, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, S.Tr.768. II metaph., fitting well together, ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε turn out exactly right, A.Ch.580; εἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν = comes in the nick of time to learn news from the messenger, Id.Th.373.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
1 totalmente pegado πλευραῖσιν ἀ. (χιτών) de la túnica de Neso, S.Tr.768.
2 fig. concatenado, exacto ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε A.Ch.580, de pers. (ἄναξ) ... εἶσ' ἀ. el príncipe sale a punto A.Th.373.
German (Pape)
[Seite 362] genau zusammengeleimt, zusammenpassend, Soph. Tr. 765 προσπτύσσετο πλευραῖσιν ἀρτ. ὥστε τέκτονος χιτών. Dah. recht, gehörig, Aesch. Ch. 573; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht, Spt. 355.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 parfaitement collé ; bien ajusté;
2 fig. qui forme un ensemble parfait;
3 qui s'adapte bien ; opportun.
Étymologie: ἄρτι, κολλάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίκολλος: -ον, ὁ ἀκριβῶς κεκολλημένος εἴς τι, ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί, καὶ προσπτύσσεται πλευραῖσιν ἀρτίκολλος, ὥστε τέκτονος, χιτὼν ἅπαν κατ’ ἄρθρον, στερεῶς κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Σοφ. Τρ. 768. ΙΙ. μεταφ., καλῶς ἁρμοζόμενος, ἁρμόδιος, ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, ὅπως ἀποβαίνωσιν ἀκριβῶς ὅπως πρέπει, Αἰσχύλ. Χο. 580· ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν, ἐν ἁρμοδίῳ καιρῷ, ὁ αὐτ. Θήβ. 373.
Greek Monolingual
ἀρτίκολλος, -ον (Α)
1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός
2. μτφ. ταιριαστός.
Greek Monotonic
ἀρτίκολλος: -ον (κόλλα)·
I. αυτός που συγκολλήθηκε γερά, ακριβώς στερεωμένος κάπου, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, σε Σοφ.
II. μεταφ., αρμοσμένος καλά με κάτι, ἄρτι συμβαίνει, αυτός που αποβαίνει ακριβώς όπως πρέπει, σε Αισχύλ.· ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν, μαθαίνω κάτι στην κόψη του χρόνου, στην κατάλληλη στιγμή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίκολλος:
1) досл. плотно приклеенный, перен. тесно прилегающий (πλευραῖσιν χιτών Soph.);
2) подходящий, своевременный (λόγος ἀγγέλου Aesch.): ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Aesch. чтобы все было как следует.
Middle Liddell
κόλλα
I. close-glued, clinging close to, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Soph.
II. metaph. fitting well together, ἀρτ. συμβαίνει turns out exactly right, Aesch.; ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν to hear it in the nick of time, opportunely, Aesch.