ἐρώτημα: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1041.png Seite 1041]] τό, das Gefragte, die vorgelegte Frage, Thuc. 3, 54, τοῖς ἐρωτήμασι χρῆσθαι, fragen, 7, 44; περὶ ὅτου τὸ ἐρ. ἦν Plat. Prot. 336 d; ἐρωτᾶν, [[ἐρέσθαι]], Phil. 42 e Rep. VI, 487 e u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1041.png Seite 1041]] τό, das Gefragte, die vorgelegte Frage, Thuc. 3, 54, τοῖς ἐρωτήμασι χρῆσθαι, fragen, 7, 44; περὶ ὅτου τὸ ἐρ. ἦν Plat. Prot. 336 d; ἐρωτᾶν, [[ἐρέσθαι]], Phil. 42 e Rep. VI, 487 e u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />question, interrogation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρωτάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρώτημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 3. 54· ἡ πρὸς τὸ ἐρ. [[ἀπόκρισις]] [[αὐτόθι]] 60 τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, αἱ περὶ τοῦ συνθήματος ἐρωτήσεις. ὁ αὐτ. 7. 44· ἐρ. [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 336D· ἐρ. ἐρωτᾶν, [[ἐρέσθαι]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 42Ε, Πολ. 487Ε ΙΙ. [[ἐρώτησις]] γινομένη πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ προκαλέσῃ τις [[συμπέρασμα]] ἐκ τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 15, 8, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[ἐρωτάω]] ΙΙ. 2
|lstext='''ἐρώτημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 3. 54· ἡ πρὸς τὸ ἐρ. [[ἀπόκρισις]] [[αὐτόθι]] 60 τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, αἱ περὶ τοῦ συνθήματος ἐρωτήσεις. ὁ αὐτ. 7. 44· ἐρ. [[περί]] τινος Πλάτ. Πρωτ. 336D· ἐρ. ἐρωτᾶν, [[ἐρέσθαι]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 42Ε, Πολ. 487Ε ΙΙ. [[ἐρώτησις]] γινομένη πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ προκαλέσῃ τις [[συμπέρασμα]] ἐκ τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 15, 8, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[ἐρωτάω]] ΙΙ. 2
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />question, interrogation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρωτάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρώτημα Medium diacritics: ἐρώτημα Low diacritics: ερώτημα Capitals: ΕΡΩΤΗΜΑ
Transliteration A: erṓtēma Transliteration B: erōtēma Transliteration C: erotima Beta Code: e)rw/thma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is asked, question, Th.3.54, etc.; ἡ πρὸς τὸ ἐ. ἀπόκρισις ib.60; τὰ ἐ. τοῦ ξυνθήματος asking for the password, Id.7.44; ἐ. περί τινος Pl.Prt.336d; ἐ. ἐρέσθαι, Id.Phlb.42e; διπλᾶ ἔστρεφε τὰ -ήματα Id.Euthd.276d. 2 in Stoic terminology, a question requiring the answer 'Yes' or 'No', opp. πύσμα, Chrysipp.Stoic.2.61. II in Dialectic, question inviting an answer which may help to refute an opponent, Arist.APr.64a36(pl.), AP0.77a36, al.

German (Pape)

[Seite 1041] τό, das Gefragte, die vorgelegte Frage, Thuc. 3, 54, τοῖς ἐρωτήμασι χρῆσθαι, fragen, 7, 44; περὶ ὅτου τὸ ἐρ. ἦν Plat. Prot. 336 d; ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι, Phil. 42 e Rep. VI, 487 e u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
question, interrogation.
Étymologie: ἐρωτάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρώτημα: τό, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 3. 54· ἡ πρὸς τὸ ἐρ. ἀπόκρισις αὐτόθι 60 τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, αἱ περὶ τοῦ συνθήματος ἐρωτήσεις. ὁ αὐτ. 7. 44· ἐρ. περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 336D· ἐρ. ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 42Ε, Πολ. 487Ε ΙΙ. ἐρώτησις γινομένη πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ προκαλέσῃ τις συμπέρασμα ἐκ τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 15, 8, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἐρωτάω ΙΙ. 2

Greek Monolingual

και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) ερωτώ
απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.)
νεοελλ.
1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση ή απόφαση πάνω σε ορισμένο θέμα
2. (για σύγγραμμα) θέμα που πραγματεύεται κάποιος
3. φρ. α) «θέλει (και) ρώτημα;» — είναι τόσο αυτονόητο ώστε να μη χρειάζεται συζήτηση
β) «νά ‘χουμε καλό ρώτημα» — να εξηγηθούμε, να διευκρινίσουμε το ζήτημα
αρχ.
(στη διαλεκτική) ερώτηση που γίνεται με σκοπό να βγάλει κάποιος συμπέρασμα από την απάντηση.

Greek Monotonic

ἐρώτημα: -ατος, τό (ἐρωτάω), αυτό που κάποιος ρωτάει, αντικείμενο ερώτησης, σε Θουκ.· τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος, οι ερωτήσεις για το σύνθημα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρώτημα: ατος τό
1) вопрос (περί τινος Plat. и εἴ … Thuc.): τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς χρῆσθαι Thuc. то и дело спрашивать о пароле; ἐ. ἐρωτᾶν Plat. задавать вопрос;
2) запрос (ἐ. τι προσπέμπειν τινί Plut.);
3) лог. (наводящий) вопрос (δι᾽ ἐρωτημάτων συλλογίζεσθαι Arst.).

Middle Liddell

ἐρώτημα, ατος, τό, ἐρωτάω
that which is asked, a question, Thuc.; τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος asking for the watchword, Thuc.

English (Woodhouse)

question, something asked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)