στοιχίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=tendre sur une ligne une toile <i>ou</i> un filet de chasse ; <i>fig.</i> ranger, ordonner, exposer.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]].
|btext=tendre sur une ligne une toile <i>ou</i> un filet de chasse ; <i>fig.</i> ranger, ordonner, exposer.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στοιχίζω''': θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους μετὰ βρόχων [[ὅπως]] ἐγκλείσω τὸ [[θήραμα]] εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. [[στοῖχος]] ΙΙ, [[περιστοιχίζω]]. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. [[κατατάσσω]], [[διατάσσω]], διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. [[διαστοιχίζομαι]].
|elnltext=στοιχίζω [στοῖχος] rangschikken, ordenen.
}}
{{elru
|elrutext='''στοιχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приводить в порядок]], [[упорядочивать]] (τρόπους μαντικῆς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[расставлять в ряд или кругом]] (sc. τὰς [[ἄρκυς]] Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στοιχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θέτω]] σε [[σειρά]], [[αραδιάζω]], [[ιδίως]] λέγεται, για [[σειρά]] πασσάλων με βρόχια, όπου εγκλωβιζόταν το [[θήραμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατάσσω]] ή [[διευθετώ]] κατά [[σύστημα]], με [[σύστημα]], συστηματικά, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στοιχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θέτω]] σε [[σειρά]], [[αραδιάζω]], [[ιδίως]] λέγεται, για [[σειρά]] πασσάλων με βρόχια, όπου εγκλωβιζόταν το [[θήραμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατάσσω]] ή [[διευθετώ]] κατά [[σύστημα]], με [[σύστημα]], συστηματικά, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στοιχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приводить в порядок]], [[упорядочивать]] (τρόπους μαντικῆς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[расставлять в ряд или кругом]] (sc. τὰς [[ἄρκυς]] Xen.).
|lstext='''στοιχίζω''': θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους μετὰ βρόχων [[ὅπως]] ἐγκλείσω τὸ [[θήραμα]] εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. [[στοῖχος]] ΙΙ, [[περιστοιχίζω]]. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. [[κατατάσσω]], [[διατάσσω]], διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. [[διαστοιχίζομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στοιχίζω [στοῖχος] rangschikken, ordenen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στοιχίζω]], fut. -σω<br /><b class="num">I.</b> to set a row of poles with nets to [[drive]] the [[game]] [[into]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[order]] or [[arrange]] in [[system]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[στοιχίζω]], fut. -σω<br /><b class="num">I.</b> to set a row of poles with nets to [[drive]] the [[game]] [[into]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[order]] or [[arrange]] in [[system]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχίζω Medium diacritics: στοιχίζω Low diacritics: στοιχίζω Capitals: ΣΤΟΙΧΙΖΩ
Transliteration A: stoichízō Transliteration B: stoichizō Transliteration C: stoichizo Beta Code: stoixi/zw

English (LSJ)

A set in a row, esp. set a row of poles with nets to drive the game into, X.Cyn.6.8; cf. στοῖχος ΙΙ, περιστοιχίζω:—Pass., to be set in rows, v.l. for ἐστιχ- in LXX Ez.42.3. II order or arrange in system, τρόπους μαντικῆς A.Pr.484.

German (Pape)

[Seite 946] in eine Reihe stellen, bes. die Pfähle mit den Netzen in eine Reihe pflanzen, um das Wild hineinzutreiben, Xen. Cyr. 6, 8; übtr., τρόπους δὲ πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, Aesch. Prom. 482.

French (Bailly abrégé)

tendre sur une ligne une toile ou un filet de chasse ; fig. ranger, ordonner, exposer.
Étymologie: στοῖχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοιχίζω [στοῖχος] rangschikken, ordenen.

Russian (Dvoretsky)

στοιχίζω:
1) приводить в порядок, упорядочивать (τρόπους μαντικῆς Aesch.);
2) расставлять в ряд или кругом (sc. τὰς ἄρκυς Xen.).

Greek Monolingual

ΝΑ στοῑχος
βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω
νεοελλ.
1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά του στοίχισαν πολύ»)
2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («του στοίχισε πολύ ο θάνατος του παιδιού του»)
3. φρ. «δεν μού στοιχίζει» — δεν δίνω σημασία σε κάτι, δεν θεωρώ κάτι ως σπουδαίο («δεν του στοιχίζει τίποτε να σέ αφήσει στα κρύα του λουτρού»)
αρχ.
1. μπήγω στη σειρά πασσάλους με βρόχους για να πιάσω θήραμα («στοιχιζέτω δὲ ὑψηλά, ὅπως ἄν μή ὑπερπηδᾷ», Ξεν.)
2.μτφ. κατατάσσω, διευθετώ συστηματικά, ταξινομώ («τρόπους τε πολλούς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.)
3. παθ. στοιχίζομαι
είμαι ταγμένος σε ορισμένη σειρά.

Greek Monotonic

στοιχίζω: μέλ. -σω,
I. θέτω σε σειρά, αραδιάζω, ιδίως λέγεται, για σειρά πασσάλων με βρόχια, όπου εγκλωβιζόταν το θήραμα, σε Ξεν.
II. κατατάσσω ή διευθετώ κατά σύστημα, με σύστημα, συστηματικά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχίζω: θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους μετὰ βρόχων ὅπως ἐγκλείσω τὸ θήραμα εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. στοῖχος ΙΙ, περιστοιχίζω. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. κατατάσσω, διατάσσω, διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. διαστοιχίζομαι.

Middle Liddell

στοιχίζω, fut. -σω
I. to set a row of poles with nets to drive the game into, Xen.
II. to order or arrange in system, Aesch.