σύγχυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, mélange;<br /><b>2</b> bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;<br /><b>3</b> trouble de l'esprit, confusion, stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[συγχέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, mélange;<br /><b>2</b> bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;<br /><b>3</b> trouble de l'esprit, confusion, stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[συγχέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.
|elnltext=σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook ξύγχυσις [συγχέω] het door elkaar gooien, vermenging, verwarring. het overhoop gooien, verwoesting, vernietiging. overdr. verwarring, onrust:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, schending, verbreking:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγχῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[слияние]], [[смешение]] (sc. τῶν χυμῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[стирание]], [[сглаживание]] ([[ὅρων]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[разрушение]], [[уничтожение]] (δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;<br /><b class="num">4)</b> [[смущение]], [[смятение]] (ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;<br /><b class="num">5)</b> [[нарушение]] (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύγχῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[слияние]], [[смешение]] (sc. τῶν χυμῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[стирание]], [[сглаживание]] ([[ὅρων]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[разрушение]], [[уничтожение]] (δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;<br /><b class="num">4)</b> [[смущение]], [[смятение]] (ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;<br /><b class="num">5)</b> [[нарушение]] (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.).
|lstext='''σύγχῠσις''': -εως, , ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.
}}
{{elnl
|elnltext=σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook ξύγχυσις [συγχέω] het door elkaar gooien, vermenging, verwarring. het overhoop gooien, verwoesting, vernietiging. overdr. verwarring, onrust:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, schending, verbreking:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχῠσις Medium diacritics: σύγχυσις Low diacritics: σύγχυσις Capitals: ΣΥΓΧΥΣΙΣ
Transliteration A: sýnchysis Transliteration B: synchysis Transliteration C: sygchysis Beta Code: su/gxusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συγχέω) A mixture, confusion, confounding, ἡ τῶν ἄλλων (v.l. ὅλων) σ. Hp.Epid.6.3.1; of Babel, LXX Ge. 11.9; σύγχυσιν ποιήσασθαι Plb.30.22.7; σύγχυσιν λαβεῖν to be commingled, Plu.2.990a; σύγχυσις ὅρων ib.122c; ς. litterularum, Cic.Att.6.9.1; political confusion, σύγχυσις τῆς πολιτείας ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8. b formation of a compound, Chrysipp.Stoic.2.153, al. 2 confusion, ruin, βίου, δόμων, E.Andr. 291 (lyr.), 959; σύγχυσις τοῦ κατὰ φύσιν ἡ νόσος Thphr.CP5.8.1; σύγχυσις θανάτου μεγάλη 'indiscriminate mortality' LXX 1 Ki.5.6; σ. λήψεται Epicur. Fr.300. 3 Gramm., of composition, confusion, indistinctness, A.D.Pron.12.15, Synt.24.18; opp. εὐκρίνεια, Hermog.Id.1.4. 4 an injury to the eye, synchysis, Dsc.4.12, Eup.1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58. II of persons, confusion, Luc.Nigr.35; σύγχυσιν ἔχοντες confounded, E.IA1128; σύγχυσις ὀμματίων AP5.129 (Maec.). III of contracts and the like, violation, τῶν σπονδῶν Th.1.146, 5.26; σύγχυσις νόμων Isoc.4.114 (pl.); σύγχυσις ὁρκίων Plu.Alc.14; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν Pl.R.379e. 2 confusion, SIG684.7 (Dyme, ii B.C.), Act.Ap.19.29.

German (Pape)

[Seite 972] εως, ἡ, Vermischung, Verwirrung, Vernichtung, Vereitlung; ὁρκίων σύγχυσις hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; Verwirrung, neben ἴλιγγος, Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ ταραχή, Pol. 14, 5, 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 confusion, mélange;
2 bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;
3 trouble de l'esprit, confusion, stupeur.
Étymologie: συγχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook ξύγχυσις [συγχέω] het door elkaar gooien, vermenging, verwarring. het overhoop gooien, verwoesting, vernietiging. overdr. verwarring, onrust:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, schending, verbreking:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e.

Russian (Dvoretsky)

σύγχῠσις: εως ἡ
1) слияние, смешение (sc. τῶν χυμῶν Plut.);
2) стирание, сглаживание (ὅρων Plut.);
3) разрушение, уничтожение (δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;
4) смущение, смятение (ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;
5) нарушение (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.).

English (Strong)

from συγχέω; commixture, i.e. (figuratively) riotous disturbance: confusion.

English (Thayer)

συγχύσεως, ἡ (συγχέω) (from Euripides, Thucydides, Plato down), confusion, disturbance: of riotous persons, 1 Samuel 5:11).

Greek Monotonic

σύγχῡσις: -εως, ἡ (συγχέω),
I. ανάμειξη, ανακάτεμα, σύγχυση, ανακατωσούρα, μπέρδεμα, σε Ευρ.· σύγχυσιν ἔχειν, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.
II. λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, παραβίαση, αθέτηση, σε Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχῠσις: -εως, ἡ, (συγχέω) τὸ συγχέειν, σύμμιξις, ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων αὐτόθι 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ ἀκαταστασία, τῆς σ. πολιτείας αὐτόθι 7. 8, 4. 2) σύγχυσις, ὄλεθρος, καταστροφή, βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, σύγχυσις, ἀσάφεια. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ταραχή, σύγχυσις, Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, παράβασις, τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, ὄλεθρος, καταστροφή, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.

Middle Liddell

σύγχῠσις, εως, συγχέω
I. a commixture, confusion, Eur.; ς. ἔχειν to be confounded, Eur.
II. of contracts and treaties, a violation, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:sÚgcusij 尋格-虛西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-流(著)
字義溯源:雜亂,混亂,擾亂,騷亂,轟動;源自(συγχέω / συγχύνω)=雜亂地摻合),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 混亂(1) 徒19:29

English (Woodhouse)

confusion, infringement, transgression, breach of peace, confusion of face

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)