ἀλεγεινός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />douloureux, pénible.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλγεινός]].
|btext=ή, όν :<br />douloureux, pénible.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλγεινός]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλεγεινός]] ep. voor [[ἀλγεινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεγεινός:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> Hom. = [[ἀλγεινός]] 1;<br /><b class="num">2)</b> [[трудный]]: ἵπποι ἀλεγεινοὶ [[δαμήμεναι]] Hom. кони, которых трудно укротить.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεγεινός:''' -ή, -όν, Επικ. αντί [[ἀλγεινός]], σε Όμηρ.· με απαρ., ἵπποι ἀλεγεινοὶ [[δαμήμεναι]], δύσκολοι να δαμαστούν, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀλεγεινός:''' -ή, -όν, Επικ. αντί [[ἀλγεινός]], σε Όμηρ.· με απαρ., ἵπποι ἀλεγεινοὶ [[δαμήμεναι]], δύσκολοι να δαμαστούν, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεγεινός:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> Hom. = [[ἀλγεινός]] 1;<br /><b class="num">2)</b> [[трудный]]: ἵπποι ἀλεγεινοὶ [[δαμήμεναι]] Hom. кони, которых трудно укротить.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for [[ἀλγεινός]], Hom.]<br />c. inf., ἵπποι ἀλεγεινοὶ [[δαμήμεναι]] [[hard]] to [[break]], Il.
|mdlsjtxt=[epic for [[ἀλγεινός]], Hom.]<br />c. inf., ἵπποι ἀλεγεινοὶ [[δαμήμεναι]] [[hard]] to [[break]], Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλεγεινός]] ep. voor [[ἀλγεινός]].
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεγεινός Medium diacritics: ἀλεγεινός Low diacritics: αλεγεινός Capitals: ΑΛΕΓΕΙΝΟΣ
Transliteration A: alegeinós Transliteration B: alegeinos Transliteration C: alegeinos Beta Code: a)legeino/s

English (LSJ)

ή, όν, Ep. for ἀλγεινός, causing pain, grievous, αἰχμή, μάχη, Il.5.658, 18.248; εἰρεσίη Od.10.78; μεριμνάματα Pi.Fr.277: c. inf., troublesome, ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402: neut. as adverb -εινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239. Regul. Adv. -νῶς Q.S.3.557.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I que puede producir daño, peligroso, lleno de riesgos κύματα Il.24.8, ῥέεθρα Il.17.749, ἐφημοσύνη Od.12.226, νότοι Arat.291
c. inf. (ἵπποι) ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402.
II 1que hace daño, dañino, pernicioso en sent. físico αἰχμή Il.5.658, Ἄρης Il.13.569, μάχη Il.18.248
doloroso, torturante πυρή Il.4.99, νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη Orph.L.291
de esfuerzos físicos agotador πυγμαχίη Il.23.653, παλαισμοσύνη Il.23.701, Od.8.126, εἰρεσίη Od.10.78
c. un abstr. que aporta dolor o sufrimiento ἀγγελίη Il.2.787, 18.17, μεριμνάματα Pi.Fr.223, ἀλεγεινὰ ... λίνα Μοιρῶν Orác. en ZPE 7.1971.199 (III d.C.)
neutr. como adv. ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239.
2 que trae consigo molestias o dificultades, molesto νηπιέη Il.9.491, ναυτιλίη A.R.4.191.
3 que trae funestas consecuencias, fatal de acciones y disposiciones anímicas κακορραφίη Il.15.16, Od.12.26, ὑπερβασίη Od.3.206, Hes.Fr.386, ἀγηνορίη Il.22.457, εἰκαιοσύνη Timo SHell.810, συνθεσίαι A.R.4.377, ὕβρις A.R.3.582.
III agudo, vivísimo de sensaciones ὀδύνη Il.11.398, μαχλοσύνη Il.24.30
fig. τὸν δ' ἀλεγεινὰ παραβλήδην ἐνένιπεν Q.S.5.237.
IV adv. ἀλεγεινῶς = dolientemente ἀχνυμένη ἀ. Q.S.3.557.

German (Pape)

[Seite 91] ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεθρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
douloureux, pénible.
Étymologie: cf. ἀλγεινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεγεινός ep. voor ἀλγεινός.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεγεινός: (ᾰ)
1) Hom. = ἀλγεινός 1;
2) трудный: ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Hom. кони, которых трудно укротить.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεγεινός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἀλγεινός, ὀδυνηρός, θλιβερός, αἰχμή, μάχη, Ἰλ. Ε. 658., Σ. 248· εἰρεσίη, Ὀδ. Κ. 78· μεριμνάματα, Πινδ. Ἀποσπ. 245· μετ’ ἀπαρ., ὀχληρός, δύσκολος, ἵπποι ἀλεγεινοὶ ... δαμήμεναι, Ἰλ. Κ. 402. -Ἐπίρρ. -νῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 557.

English (Autenrieth)

(ἄλγος), comp. neut. ἄλγιον, sup. ἄλγιστος: painful, hard, toilsome; πυγμαχίη, κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught with trouble,’ Il. 24.30; freq. w. inf., ἡμίονος ἀλγίστη δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. ἄλγιον, used in exclamations, τῷ δ' ἄλγιον, ‘so much the worsefor him!

English (Slater)

ᾰλεγεινός distressing Κῆρες ὀλβοθρέμμονες μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.

Greek Monolingual

ἀλεγεινός, -ή, -όν (Α)
(επικός τύπος του ἀλγεινός)
1. δύσκολος, επίπονος
2. οδυνηρός, πικρός
3. άθλιος, κακορίζικος.

Greek Monotonic

ἀλεγεινός: -ή, -όν, Επικ. αντί ἀλγεινός, σε Όμηρ.· με απαρ., ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι, δύσκολοι να δαμαστούν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[epic for ἀλγεινός, Hom.]
c. inf., ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι hard to break, Il.