θυήεις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui exhale le parfum de l'encens.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]].
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />qui exhale le parfum de l'encens.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῠήεις:''' ήεσσα, ῆεν<br /><b class="num">1)</b> [[курящийся благовониями или струящий аромат жертвоприношений]] ([[βωμός]] Hom., Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[благовонный]], [[благоуханный]] ([[σπάργανα]], sc. [[Ἑρμέω]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυήεις:''' -εσσα, -εν ([[θύος]]), αυτός που καπνίζει, καίει ή μυρίζει [[λιβάνι]], αυτός που ευωδιάζει [[λιβάνι]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''θυήεις:''' -εσσα, -εν ([[θύος]]), αυτός που καπνίζει, καίει ή μυρίζει [[λιβάνι]], αυτός που ευωδιάζει [[λιβάνι]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠήεις:''' ήεσσα, ῆεν<br /><b class="num">1)</b> [[курящийся благовониями или струящий аромат жертвоприношений]] ([[βωμός]] Hom., Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[благовонный]], [[благоуханный]] ([[σπάργανα]], sc. [[Ἑρμέω]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θυήεις]], εσσα, εν [[θύος]]<br />smoking or [[smelling]] with [[incense]], [[fragrant]], Hom., Hes.
|mdlsjtxt=[[θυήεις]], εσσα, εν [[θύος]]<br />smoking or [[smelling]] with [[incense]], [[fragrant]], Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 13:31, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠήεις Medium diacritics: θυήεις Low diacritics: θυήεις Capitals: ΘΥΗΕΙΣ
Transliteration A: thyḗeis Transliteration B: thyēeis Transliteration C: thyieis Beta Code: quh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (θύος) smoking with incense, fragrant, Ep. epithet of βωμός, Il.8.48, Od.8.363, Hes.Th.557; σπάργανα h.Merc.237.

German (Pape)

[Seite 1221] εσσα, εν, von Opfern, Weihrauch duftend, βωμός, Il. 9, 48. 23, 148 Od. 8, 363; Hes. Th. 557; von Hermes Windeln, H. h. Merc. 237.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui exhale le parfum de l'encens.
Étymologie: θύος.

Russian (Dvoretsky)

θῠήεις: ήεσσα, ῆεν
1) курящийся благовониями или струящий аромат жертвоприношений (βωμός Hom., Hes.);
2) благовонный, благоуханный (σπάργανα, sc. Ἑρμέω HH).

Greek (Liddell-Scott)

θυήεις: εσσα, εν, (θύος) εὐωδιάζων ἐκ καπνοῦ θυμιάματος, εὐώδης, Ὁμηρικόν ἐπίθετον τοῦ βωμός Ἰλ. Θ. 48, Ψ. 148. Ὀδ. Θ. 363∙ οὕτως, Ἡσ. Θ. 557∙ ἀλλ’ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, περὶ τῶν σπαργάνων τοῦ Ἑρμοῦ.

English (Autenrieth)

(θύος): smoking with incense, fragrant.

Greek Monolingual

θυήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.)
2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αιγλήεις, πετρήεις)].

Greek Monotonic

θυήεις: -εσσα, -εν (θύος), αυτός που καπνίζει, καίει ή μυρίζει λιβάνι, αυτός που ευωδιάζει λιβάνι, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

θυήεις, εσσα, εν θύος
smoking or smelling with incense, fragrant, Hom., Hes.