συμμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=donner une part proportionnelle, τινί [[τι]] de qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμμερίζομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> prendre sa part de, participer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μερίζω]].
|btext=donner une part proportionnelle, τινί [[τι]] de qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμμερίζομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> prendre sa part de, participer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μερίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμερίζω''': διαμοιράζω, [[μερίζω]] εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, [[συμμετέχω]], ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι [[ἀναλόγως]], εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ [[χρόνος]] Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.
|elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''συμμερίζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[διανέμω]] σε μερίδια, [[διαμοιράζω]] — Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] σε ή από [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συμμερίζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[διανέμω]] σε μερίδια, [[διαμοιράζω]] — Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] σε ή από [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.
|lstext='''συμμερίζω''': διαμοιράζω, [[μερίζω]] εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, [[συμμετέχω]], ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι [[ἀναλόγως]], εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ [[χρόνος]] Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[distribute]] in shares: Mid. to [[take]] [[share]] in or with, c. dat., NTest.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[distribute]] in shares: Mid. to [[take]] [[share]] in or with, c. dat., NTest.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμερίζω Medium diacritics: συμμερίζω Low diacritics: συμμερίζω Capitals: ΣΥΜΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: symmerízō Transliteration B: symmerizō Transliteration C: symmerizo Beta Code: summeri/zw

English (LSJ)

A distribute in shares, in Med., πολύπουν κυσί D.L.6.77; parcel out, Judeich Altertümer von Hierapolis 336.11:—Pass., τὸ πλῆθος ἦν ἑκατέροις -όμενον ταῖς γνώμαις D.S.37.2.12. 2 Med., take share in or with, κλέπτῃ v.l.in LXX Pr.29.24; τῷ θυσιαστηρίῳ 1 Ep.Cor.9.13: so in fut. Act. συμμεριοῦσι (v.l. -μετριοῦσι) Vett.Val.264.20. 3 Pass., to be divided together with, c. dat., Procl.Inst.190, Dam.Pr. 271.

German (Pape)

[Seite 981] mittheilen, pass. mit Einem Antheil bekommen, Antheil haben, Sp.

French (Bailly abrégé)

donner une part proportionnelle, τινί τι de qch à qqn;
Moy. συμμερίζομαι;
1 m. sign.
2 prendre sa part de, participer à, τινι.
Étymologie: σύν, μερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.

English (Thayer)

(WH συνμερίζω (cf. σύν, II. at the end)): to divide at the same time, divide together; to assign a portion; middle present 3rd person plural συμμερίζονται: τίνι, to divide together with one (so that a part comes to me, a part to him) (R. V. have their portion with), Diodorus Siculus, Dionysius Halicarnassus, (Diogenes Laërtius)

Greek Monotonic

συμμερίζω: μέλ. —σω, διανέμω σε μερίδια, διαμοιράζω — Μέσ., λαμβάνω μερίδιο σε ή από κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συμμερίζω: διαμοιράζω, μερίζω εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, λαμβάνω μέρος μετά τινος, συμμετέχω, ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι ἀναλόγως, εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ χρόνος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.

Middle Liddell

fut. σω
to distribute in shares: Mid. to take share in or with, c. dat., NTest.