Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλωσσαλγία: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}$4")
Line 37: Line 37:
|woodrun=[[chattering]]
|woodrun=[[chattering]]
}}
}}
==Wikipedia EL==
{{wkpel
Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.
|wkeltx=Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.
}}
{{trml
{{trml
|trtx=Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: [[spraakzaamheid]]; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: [[Geschwätzigkeit]], [[Gesprächigkeit]], [[Redseligkeit]], [[Schwatzhaftigkeit]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], [[αδολεσχία]], [[ομιλητικότητα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: [[parlantina]], [[loquacità]], [[loquela]], [[chiacchiera]], [[verbosità]]; Latin: [[loquacitas]], [[garrulitas]]; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: [[loquacidade]]; Russian: [[болтливость]], [[говорливость]], [[разговорчивость]], [[словоохотливость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[garrulería]], [[verborrea]], [[logorrea]]; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl
|trtx=Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: [[spraakzaamheid]]; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: [[Geschwätzigkeit]], [[Gesprächigkeit]], [[Redseligkeit]], [[Schwatzhaftigkeit]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], [[αδολεσχία]], [[ομιλητικότητα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: [[parlantina]], [[loquacità]], [[loquela]], [[chiacchiera]], [[verbosità]]; Latin: [[loquacitas]], [[garrulitas]]; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: [[loquacidade]]; Russian: [[болтливость]], [[говорливость]], [[разговорчивость]], [[словоохотливость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[garrulería]], [[verborrea]], [[logorrea]]; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl
}}
}}

Revision as of 17:50, 11 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωσσαλγία Medium diacritics: γλωσσαλγία Low diacritics: γλωσσαλγία Capitals: ΓΛΩΣΣΑΛΓΙΑ
Transliteration A: glōssalgía Transliteration B: glōssalgia Transliteration C: glossalgia Beta Code: glwssalgi/a

English (LSJ)

ἡ, endless talking, wordiness, talkativeness E.Med. 525, Andr.689, Ph.2.165; but γλωτταργία, idleness of the tongue, σιωπὴν καὶ γ. ἡμῖν ἐπιβάλλει Luc.Lex.19.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
locuacidad, charlatanería, prolijidad E.Med.525, Andr.689, Plu.2.510a, Ph.2.165, Ath.22e, Poll.6.119.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
démangeaison de parler, bavardage sans fin.
Étymologie: γλῶσσα, ἀλγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλωσσαλγία -ας, ἡ γλῶσσα, ἄλγος geklets, gezwets.

Russian (Dvoretsky)

γλωσσαλγία:невоздержность на язык, болтливость Eur., Plut.

Middle Liddell

γλώσσαλγος
endless talking, wordiness, Eur.

Greek Monolingual

η (AM γλωσσαλγία) γλώσσαλγος
η ακατάσχετη φλυαρία
νεοελλ.
πόνος στη γλώσσα.

Greek Monotonic

γλωσσαλγία: ἡ, ατέρμονη ομιλία, πολυλογία, φλυαρία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσαλγία: ἡ, ἀτελεύτητος, ὁμιλία, φλυαρία, Εὐρ. Μηδ. 525, Ἀνδρ. 690· μεταγεν. γλωτταργία Λουκ. Λεξιφ. 19.

English (Woodhouse)

chattering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EL

Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.

Translations

Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: spraakzaamheid; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: Geschwätzigkeit, Gesprächigkeit, Redseligkeit, Schwatzhaftigkeit; Greek: φλυαρία, πολυλογία, αδολεσχία, ομιλητικότητα; Ancient Greek: ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: parlantina, loquacità, loquela, chiacchiera, verbosità; Latin: loquacitas, garrulitas; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: loquacidade; Russian: болтливость, говорливость, разговорчивость, словоохотливость; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería, verborrea, logorrea; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl