μείζων: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM [[μείζων]], -ον και [[μειζότερος]], Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. [[μέζων]], δωρ. τ. [[μέσδων]], βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)<br /><b>1.</b> ο μεγαλύτερων διαστάσεων, [[περισσότερος]] από το συνηθισμένο ή από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> μεγαλύτερος στην [[ηλικία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κατά]] μείζονα λόγον» — [[κατά]] μεγαλύτερη [[αιτιολογία]] ή [[υποχρέωση]], για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους<br />β) <b>(λογ.)</b> «[[μείζων]] [[πρόταση]]» — η ηγουμένη [[πρόταση]] συλλογισμού<br />γ) <b>ανατ.</b> i) «[[μείζων]] επίπλουν» — [[πτυχή]] του περιτοναίου η οποία φέρεται από το [[στομάχι]] [[μέχρι]] την ηβική [[σύμφυση]], καλύπτοντας από [[εμπρός]] τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ [[τετράπλευρο]] [[πέταλο]]<br />ii) «[[μείζων]] [[τροχαντήρας]]» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, [[κοντά]] στον αυχένα του μηριαίου<br />δ) <b>μουσ.</b> i) «[[μείζων]] [[τόνος]]» ή «[[μείζων]] [[τρόπος]]» ή «[[μείζων]] [[συγχορδία]]» ή «μείζον [[διάστημα]]» — [[ένας]] από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια [[μουσική]] [[σύνθεση]]<br />ii) <b>μουσ.</b> «[[μείζων]] [[κλίμακα]]» — [[συνεχής]] [[διαδοχή]] [[μέσα]] στο [[διάστημα]] τών [[επτά]] φθόγγων της κλίμακας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό [[στρώμα]], [[ανώτερος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ισχυρότερος<br /><b>2.</b> σπουδαιότερος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μείζων]]<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i> | |mltxt=-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM [[μείζων]], -ον και [[μειζότερος]], Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. [[μέζων]], δωρ. τ. [[μέσδων]], βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)<br /><b>1.</b> ο μεγαλύτερων διαστάσεων, [[περισσότερος]] από το συνηθισμένο ή από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> μεγαλύτερος στην [[ηλικία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κατά]] μείζονα λόγον» — [[κατά]] μεγαλύτερη [[αιτιολογία]] ή [[υποχρέωση]], για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους<br />β) <b>(λογ.)</b> «[[μείζων]] [[πρόταση]]» — η ηγουμένη [[πρόταση]] συλλογισμού<br />γ) <b>ανατ.</b> i) «[[μείζων]] επίπλουν» — [[πτυχή]] του περιτοναίου η οποία φέρεται από το [[στομάχι]] [[μέχρι]] την ηβική [[σύμφυση]], καλύπτοντας από [[εμπρός]] τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ [[τετράπλευρο]] [[πέταλο]]<br />ii) «[[μείζων]] [[τροχαντήρας]]» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, [[κοντά]] στον αυχένα του μηριαίου<br />δ) <b>μουσ.</b> i) «[[μείζων]] [[τόνος]]» ή «[[μείζων]] [[τρόπος]]» ή «[[μείζων]] [[συγχορδία]]» ή «μείζον [[διάστημα]]» — [[ένας]] από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια [[μουσική]] [[σύνθεση]]<br />ii) <b>μουσ.</b> «[[μείζων]] [[κλίμακα]]» — [[συνεχής]] [[διαδοχή]] [[μέσα]] στο [[διάστημα]] τών [[επτά]] φθόγγων της κλίμακας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό [[στρώμα]], [[ανώτερος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ισχυρότερος<br /><b>2.</b> σπουδαιότερος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μείζων]]<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῖζον</i><br />περισσότερο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[οὔτε]] μεῖζον [[οὔτε]] ἔλαττον» — απολύτως [[τίποτε]], [[καθόλου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ιων. τ. [[μέζων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μέγ</i>-<i>jων</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεγ</i>- του [[μέγας]]. Ο αττ. τ. [[μείζων]] εμφανίζει -<i>ει</i>- αναλογικά [[προς]] τα συγκρ. [[ἀμείνων]], [[κρείττων]]. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>mezo</i> και πληθ. ουδ. <i>mezoa</i> και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο <i>mezavo</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:35, 13 October 2022
English (LSJ)
v. μέγας.
French (Bailly abrégé)
Cp. de μέγας.
English (Autenrieth)
see μέγας.
English (Slater)
English (Strong)
irregular comparative of μέγας; larger (literally or figuratively, specially, in age): elder, greater(-est), more.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, -ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)
1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει
2. μεγαλύτερος στην ηλικία
νεοελλ.
φρ. α) «κατά μείζονα λόγον» — κατά μεγαλύτερη αιτιολογία ή υποχρέωση, για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους
β) (λογ.) «μείζων πρόταση» — η ηγουμένη πρόταση συλλογισμού
γ) ανατ. i) «μείζων επίπλουν» — πτυχή του περιτοναίου η οποία φέρεται από το στομάχι μέχρι την ηβική σύμφυση, καλύπτοντας από εμπρός τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ τετράπλευρο πέταλο
ii) «μείζων τροχαντήρας» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, κοντά στον αυχένα του μηριαίου
δ) μουσ. i) «μείζων τόνος» ή «μείζων τρόπος» ή «μείζων συγχορδία» ή «μείζον διάστημα» — ένας από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια μουσική σύνθεση
ii) μουσ. «μείζων κλίμακα» — συνεχής διαδοχή μέσα στο διάστημα τών επτά φθόγγων της κλίμακας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ανώτερος
μσν.
1. ισχυρότερος
2. σπουδαιότερος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μείζων
(ως τίτλος) ο αρχηγός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῖζον
περισσότερο
3. φρ. «οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον» — απολύτως τίποτε, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέζων (< μέγ-jων) < θ. μεγ- του μέγας. Ο αττ. τ. μείζων εμφανίζει -ει- αναλογικά προς τα συγκρ. ἀμείνων, κρείττων. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mezo και πληθ. ουδ. mezoa και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο mezavo].
Greek Monotonic
μείζων: συγκρ. του μέγας.
Russian (Dvoretsky)
μείζων: ион. μέζων, дор. μέσδων 2, gen. ονος [compar. к μέγας
1) больший, более рослый (μ. καὶ πάσσων Hom.);
2) старший (Αἴας ὁ μ. Soph.);
3) более тяжелый (φορτίον Dem.);
4) более громкий (μεῖζον φθέγγεσθαι Plat.);
5) более долгий, более продолжительный (χρόνος Eur.);
6) более длинный, более пространный (λόγος Soph.);
7) более могущественный (ξένοι Eur.);
8) более важный, более значительный (χάρμα Aesch.).
Frisk Etymological English
Meaning: larger
See also: s. μέγας.
Frisk Etymology German
μείζων: {meízōn}
Meaning: größer
See also: s. μέγας.
Page 2,194
Chinese
原文音譯:me‹zon 姆閂
詞類次數:副詞(1)
原文字根:較大
字義溯源:更為,越發;源自(μείζων)=更重大);而 (μείζων)出自(μέγας)*=大)。註:聖經文庫將編號 (μείζων)合併於 (μείζων)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 越發(1) 太20:31
原文音譯:me⋯zwn 姆閂
詞類次數:形容詞(45)
原文字根:較大
字義溯源:更重大,更多,更重,較大,為大,最大,更大的,更大的事,大,大的,更,大於,大過,比⋯還大,此⋯都大,較強;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(46);太(9);可(3);路(7);約(13);羅(1);林前(3);來(4);雅(2);彼後(1);約壹(3)
譯字彙編:
1) 更大的(7) 路12:18; 約5:20; 約5:36; 來6:13; 來6:16; 彼後2:11; 約壹5:9;
2) 大於(7) 太12:6; 太13:32; 約10:29; 約13:16; 約13:16; 約15:20; 約壹3:20;
3) 較大的(4) 太23:11; 太23:17; 太23:19; 林前13:13;
4) 更大(4) 約14:12; 林前12:31; 來9:11; 約壹4:4;
5) 大過(3) 太11:11; 約4:12; 約8:53;
6) 最大的(3) 太18:1; 太18:4; 路9:46;
7) 大的(2) 約14:28; 羅9:12;
8) 為大(2) 可9:34; 路22:27;
9) 比⋯還大(1) 太11:11;
10) 更多的(1) 雅4:6;
11) 比⋯都大(1) 可4:32;
12) 大於⋯的(1) 約15:13;
13) 大過於⋯的(1) 路7:28;
14) 比⋯更大了(1) 可12:31;
15) 更重的(1) 雅3:1;
16) 更重了(1) 約19:11;
17) 大(1) 路22:24;
18) 還大(1) 路7:28;
19) 為大的(1) 路22:26;
20) 更大的事(1) 約1:50;
21) 較強了(1) 林前14:5;
22) 更(1) 來11:26