γλάφω: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[γλαφυρός]]<br />to [[scrape]] up the [[ground]], of a [[lion]], Hes. | |mdlsjtxt=[from [[γλαφυρός]]<br />to [[scrape]] up the [[ground]], of a [[lion]], Hes. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=σκάβω, [[λαξεύω]]). Ἀπό ρίζα γλαφ-.<br><b>Παράγωγα:</b> τό [[γλάφυ]] (=[[κοιλότης]], σπηλιά), [[γλαφυρός]] (=βαθουλός, [[στιλπνός]], [[κομψός]]), [[γλαφυρία]] (=[[στιλπνότης]]), [[γλαφυρότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 14 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], A scrape up, dig up, hollow, ποσσὶ γλάφει, of a lion, Hes. Sc.431. II engrave, CR12.282 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 escarbar el suelo ποσσὶν γλάφει de un león, Hes.Sc.431, cf. Hsch.γ 240, Sch.D.T.319.35, 320.1.
2 grabar en la piedra γλυφίδι γλάψας IMEG 105.2 (Coptos II d.C.), cf. Hsch.γ 619, Phot.γ 133; cf. tb. γλάπτω.
French (Bailly abrégé)
creuser le sol du pied en parl. d'un lion.
Étymologie: R. Γλαφ gratter, lat. scalpo ; cf. γλύφω‖sculpo.
Russian (Dvoretsky)
γλάφω: (ᾰ) рыть, разгребать (землю) (ποσσί Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
γλάφω: [ᾰ], ξέω, ἀνασκάπτω, κοιλαίνω, ποσσὶ γλάφει, ἐπὶ λέοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431· ἴδε ἀπο-, δια-γλάφω. (Ἐκ √ ΓΛΑΦ παράγονται ὡσαύτως γλάφυ, γλαφυρός, πρβλ. Λατ. glaber, Glabrio· - γλάφω ἔχει πρὸς τὸ γλύφω ὡς τὸ Λατ. scalpo πρὸς τὸ sculpo).
Greek Monolingual
γλάφω (Α)
σκάβω, κοιλαίνω κάτι («ποσσὶ γλάφει» —ο λέων— Ησίοδ.)
2. χαράζω με τη γλυφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλαφυρός.
Greek Monotonic
γλάφω: [ᾰ], ανασκάπτω, ξύνω, σκάβω το έδαφος, λέγεται για λιοντάρι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
[from γλαφυρός
to scrape up the ground, of a lion, Hes.
Mantoulidis Etymological
(=σκάβω, λαξεύω). Ἀπό ρίζα γλαφ-.
Παράγωγα: τό γλάφυ (=κοιλότης, σπηλιά), γλαφυρός (=βαθουλός, στιλπνός, κομψός), γλαφυρία (=στιλπνότης), γλαφυρότης.