παρεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ [[θανεῖν]], Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ [[θανεῖν]], Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτρέπω Medium diacritics: παρεκτρέπω Low diacritics: παρεκτρέπω Capitals: ΠΑΡΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: parektrépō Transliteration B: parektrepō Transliteration C: parektrepo Beta Code: parektre/pw

English (LSJ)

turn aside, ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν E.Supp.1111:— Pass., to be turned aside, deviate, παρεκτετράφθαι Arist.GA773a15; π. εἰς… Plu.2.114d; π. τῆς ὁδοῦ Sch.Ar.Ach.81.

German (Pape)

[Seite 514] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Gegensatz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

détourner du droit chemin, faire dévier;
Moy. παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s'égarer.
Étymologie: παρά, ἐκτρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκτρέπω opzij draaien.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτρέπω: отводить в сторону, отклонять (ὀχετόν Eur.): εἰς ἄπρακτα πένθη παρεκτρέπεσθαι Plut. предаться безысходной печали.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω
2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι
μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια του πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο
β) παραφέρομαι, γίνομαι έξω φρενών, αφηνιάζω
νεοελλ.
μτφ. βγάζω κάποιον έξω από τον δρόμο της ηθικής, τον παρασύρω σε ανήθικες πράξεις
αρχ.
1. μτφ. α) (κυρίως σχετικά με κακό) κάνω κάτι να παρεκκλίνει, αποτρέπω, αποφεύγω κάτι («παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν» — παρασκευάζοντας μέσο εκφυγής για να μην πεθάνουν, Ευρ.)
β) διαστρέφω, παραμορφώνω
2. παθ. παρεκτρέπομαι
υφίσταμαι εκτροπή προς τα πλάγια, παθαίνω παρέκκλιση («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῦ», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

παρεκτρέπω: μέλ. -ψω, εκτρέπω, διαστρέφω, παρεκκλίνω, αποκλίνω, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτρέπω: τρέπω, ἐκτρέπω κατὰ μέρος, Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. ὀχετός). ΙΙ. διαστρέφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ μέρος, παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.

Middle Liddell

fut. ψω
to turn aside, divert, Eur.