κατακάμπτω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakampto | |Transliteration C=katakampto | ||
|Beta Code=kataka/mptw | |Beta Code=kataka/mptw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[bend down]], so as to be [[concave]], ἐξ ὀρθοῦ κατακάμπτω Pl.Ti. 71c; εἰς ἓν κύκλῳ ib.36b; κατακάμπτω τὰς στροφάς, v. [[στροφή]] 1.3:—Pass., opp. [[ἀνακάμπτομαι]], Arist.Mete.386a1; φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν κατακαμπτομένη Gal.15.530: pf. part. Pass. [[κατακεκαμμένος]] = [[bending over]], cj. in Thphr.HP3.18.8.<br><span class="bld">II</span> [[cover with a vault]], λίθῳ κατακαμφθέντες Str.5.3.8.<br><span class="bld">III</span> metaph., κατακάμπτω ἐλπίδας [[bend down]], [[overthrow]] [[hope]]s, E.Tr.1252 (Burges, κατέγναψε codd., anap.):—Pass., [[κατακάμπτομαι]] = to [[be bent]] (by [[entreaty]]), Aeschin.1.187. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., [[ὅταν]] πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., [[ὅταν]] πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=courber, plier, infléchir ; <i>Pass.</i> se laisser fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάμπτω]]. | |btext=courber, plier, infléchir ; <i>Pass.</i> se laisser fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάμπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακάμπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[выгибать]], [[сгибать]] (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;<br /><b class="num">2</b> перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς [[στροφάς]] Arph.);<br /><b class="num">3</b> отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);<br /><b class="num">4</b> [[склонять]], [[побуждать]] (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν. | |lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατακάμπτω''': [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὥστε]] να σχηματίσω [[κοίλωμα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον [[αὐτόθι]] 36Β· κ. τὰς [[στροφάς]], ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. [[καλύπτω]] διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, [[κάμπτω]], [[καταστρέφω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἐξαφανίζω]] ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[bend]] [[down]], so as to be [[concave]], Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to [[bend]] [[down]], [[overthrow]] hopes, Eur.:—Pass. to be [[bent]] (by intreaty), Aeschin. | |mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[bend]] [[down]], so as to be [[concave]], Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to [[bend]] [[down]], [[overthrow]] hopes, Eur.:—Pass. to be [[bent]] (by intreaty), Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:25, 25 November 2022
English (LSJ)
A bend down, so as to be concave, ἐξ ὀρθοῦ κατακάμπτω Pl.Ti. 71c; εἰς ἓν κύκλῳ ib.36b; κατακάμπτω τὰς στροφάς, v. στροφή 1.3:—Pass., opp. ἀνακάμπτομαι, Arist.Mete.386a1; φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν κατακαμπτομένη Gal.15.530: pf. part. Pass. κατακεκαμμένος = bending over, cj. in Thphr.HP3.18.8.
II cover with a vault, λίθῳ κατακαμφθέντες Str.5.3.8.
III metaph., κατακάμπτω ἐλπίδας bend down, overthrow hopes, E.Tr.1252 (Burges, κατέγναψε codd., anap.):—Pass., κατακάμπτομαι = to be bent (by entreaty), Aeschin.1.187.
German (Pape)
[Seite 1351] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., ὅταν πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.
French (Bailly abrégé)
courber, plier, infléchir ; Pass. se laisser fléchir.
Étymologie: κατά, κάμπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68.
Russian (Dvoretsky)
κατακάμπτω:
1 выгибать, сгибать (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;
2 перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς στροφάς Arph.);
3 отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);
4 склонять, побуждать (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).
Greek Monolingual
κατακάμπτω (Α)
1. κάμπτω προς τα κάτω ώστε να σχηματιστεί κοίλωμα
2. καλύπτω με θόλο
3. ανατρέπω τις ελπίδες
4. παθ. κατακάμπτομαι
συγκινούμαι, κάμπτομαι με δέηση.
Greek Monotonic
κατακάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω προς τα κάτω, ώστε να σχηματίζω κοίλωμα, σε Πλάτ.· μεταφ., κ. ἐλπίδας, τις καταστρέφω, τις ανατρέπω, τις εξαφανίζω τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, λυγίζω (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
κατακάμπτω: κάμπτω πρὸς τὰ κάτω ὥστε να σχηματίσω κοίλωμα πρὸς τὰ κάτω, ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον αὐτόθι 36Β· κ. τὰς στροφάς, ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. καλύπτω διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, κάμπτω, καταστρέφω, ἀνατρέπω, ἐξαφανίζω ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
Middle Liddell
fut. ψω
to bend down, so as to be concave, Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to bend down, overthrow hopes, Eur.:—Pass. to be bent (by intreaty), Aeschin.