χορηγός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia PT==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkppt |wkpttx=$3 }}$4")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χορηγός:''' дор. [[χοραγός|χορᾱγός]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[хорег]], [[руководитель хора]] (συγχορευταί τε καὶ χορεγοί Plat.); перен. предводитель (ἄστρων Soph.; δελφίνων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[хорег]], [[устроитель на свой счет хора]] Aeschin., Dem.: χ. παιδικῷ χορῷ Lys. устроитель детского хора;<br /><b class="num">3)</b> [[дающий средства]] (на что-л.), поставщик Plut.: χ. τινι Aeschin., εἴς τι Dem. или τινος Luc. доставляющий средства (материал) для чего-л.; χορηγόν τινα ἔχειν Dem. или χορηγῷ τινι [[χρῆσθαι]] Dem. (καταχρῆσθαι Luc.) пользоваться чьими-л. средствами.
|elrutext='''χορηγός:''' дор. [[χοραγός|χορᾱγός]] ὁ<br /><b class="num">1</b> [[хорег]], [[руководитель хора]] (συγχορευταί τε καὶ χορεγοί Plat.); перен. предводитель (ἄστρων Soph.; δελφίνων Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[хорег]], [[устроитель на свой счет хора]] Aeschin., Dem.: χ. παιδικῷ χορῷ Lys. устроитель детского хора;<br /><b class="num">3</b> [[дающий средства]] (на что-л.), поставщик Plut.: χ. τινι Aeschin., εἴς τι Dem. или τινος Luc. доставляющий средства (материал) для чего-л.; χορηγόν τινα ἔχειν Dem. или χορηγῷ τινι [[χρῆσθαι]] Dem. (καταχρῆσθαι Luc.) пользоваться чьими-л. средствами.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγός Medium diacritics: χορηγός Low diacritics: χορηγός Capitals: ΧΟΡΗΓΟΣ
Transliteration A: chorēgós Transliteration B: chorēgos Transliteration C: chorigos Beta Code: xorhgo/s

English (LSJ)

ὁ (also ἡ), Dor. χοραγός Alcm.23.44, Ar.Lys.1315 (lyr.): (χορός, ἡγέομαι):—
A chorus-leader, like the later κορυφαῖος, θεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ τὰς Μούσας Pl.Lg.665a: generally, leader of a train or band, πῦρ πνεόντων χορηγὸς ἄστρων, of Dionysus, S.Ant.1147 (lyr.); χορηγὸς δελφίνων E.Hel. 1454 (lyr.).
II at Athens and elsewhere, one who defrays the costs for producing a chorus, χορηγῶν ἀποδεικνυμένων ἑκατέρῃ τῶν δαιμόνων δέκα ἀνδρῶν Hdt.5.83; χορηγὸν καταστῆσαί τινα IG22.141.34; χορηγὸς κατεστάθην εἰς Θαργήλια Antipho 6.11; καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς Lys.21.1, cf. 3; supplied by the φυλαί in turn, D.20.130, cf. Aeschin. 1.11; χορηγὸς αἱρεθείς, ἱμάτια χρυσᾶ παρασχὼν τῷ χορῷ, ῥάκος φορεῖ Antiph. 204.5 (troch.); used of a woman, Milet.1(7). No.265: generally, of liturgies other than the trierarchy, εἰσποιεῖ χορηγοὺς εἰς ἐκείνας τὰς λῃτουργίας D.20.19.
2 metaph., one who defrays the costs for any purpose, χορηγὸν ἔχοντες Φίλιππον Id.9.60; Φιλίππῳ χορηγῷ χρώμενος Id.19.216; χορηγὸν τὸν πατέρα ἔχειν εἴς τι Id.40.51; λήψεται χορηγὸς τῇ ἑαυτοῦ βδελυρίᾳ Aeschin.1.54, cf. 2.79; οἱονεὶ χορηγὸς καὶ μισθοδότης Plb.2.44.3, cf. 8.7.2; τῆς φύσεως αὐτῶν ὁ θεὸς χορηγός Iamb.Bab.p.51 Hinck.
3 Astrol., of planets, patron of a profession or trade, Paul.Al.P.2.
4 Medic., supply-veins, Orib.45.18.23.
b a dressing, Id.46.19.6.

German (Pape)

[Seite 1365] ὁ, dor. u. att. χοραγός (Lob. Phryn. p. 430), 1) der Chorführer, Anführer eines Reigens, Chortanzes; θεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ Μούσας Plat. Legg. II, 665 a; übh. der einen Zug, eine Schaar anführt, ἰὼ τῶν πῦρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων Soph. Ant. 1133, vom Bacchus; χοραγὲ τῶν καλλιχόρων δελφίνων Eur. Hel. 1470. – Bes. 2) der die Kosten zur Ausrüstung u. Aufführung eines Chors, einer theatralischen Vorstellung hergiebt; χορηγὸς κατεστάθην εἰς Θαργήλια Antiph. 6, 10; καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς, χορ. κατέστην παιδικῷ χορῷ Lys. 21, 1. 4; χορηγὸν ἐνεγκεῖν, ernennen, Dem. 20, 130; – übh. der die Kosten u. Mittel wozu hergiebt, den Aufwand wozu bestreitet; χορηγὸν τῇ βδελυρίᾳ λαμβάνειν Aesch. 1, 54; Φιλίππῳ χορηγῷ χρώμενος Dem. 19, 216; πολυτελῶς ζῶσα καὶ εἰς ταῦτα χορηγὸν τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν διὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἔχουσα 40, 51; τῆς ἀνοίας Luc. de luct. 20, u. a. Sp. Bes. auch der Lebensmittel für ein Heer und Kriegsbedürfnisse herbeischafft.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 celui qui conduit le chœur, chef d'un chœur de danse ou de musique, p. anal. celui qui conduit une troupe, un cortège;
2 chorège, celui qui fait les frais d'équipement d'un chœur ; p. ext. celui qui fait la dépense d'une chose, qui pourvoit à, qui fournit les ressources nécessaires (~sponsor) : τινι, τινος pour qch.
Étymologie: χορός, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

χορηγός: дор. χορᾱγός
1 хорег, руководитель хора (συγχορευταί τε καὶ χορεγοί Plat.); перен. предводитель (ἄστρων Soph.; δελφίνων Eur.);
2 хорег, устроитель на свой счет хора Aeschin., Dem.: χ. παιδικῷ χορῷ Lys. устроитель детского хора;
3 дающий средства (на что-л.), поставщик Plut.: χ. τινι Aeschin., εἴς τι Dem. или τινος Luc. доставляющий средства (материал) для чего-л.; χορηγόν τινα ἔχειν Dem. или χορηγῷ τινι χρῆσθαι Dem. (καταχρῆσθαι Luc.) пользоваться чьими-л. средствами.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγός: ὁ, Δωρ. χορᾱγὸς Λοβέκ. εἰς Φρύν. 430 (χορός, ἡγέομαι)· ― ὁ ἡγούμενος τοῦ χοροῦ, ὡς τὸ μεταγεν. κορυφαῖος, θεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδοκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ τὰς Μούσας Πλάτ. Νόμ. 665Α· ― καθόλου, ὁ ἡγεμὼν ὁλοκλήρου ὁμίλου, πῦρ πνεόντων ἄστρων χ., ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀντιγ. 3147· χ. δελφίνων Εὐρ. Ἑλ. 1454. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ὁ καταβάλλων τὴν δαπάνην πρὸς κατάρτισιν χοροῦ, χορηγὸν καταστῆσαί τινα Συλλ. Ἐπιγρ. 87. 34· χορ. κατεστάθην εἰς Θαργήλια Ἀντιφῶν 143. 31· χορ. τραγῳδοῖς καταστὰς Λυσί. 161. 35, πρβλ. 162. 1· παρεῖχον δὲ αὐτοὺς αἱ φυλαὶ ἐκ διαδοχῆς, Δημ. 496. 26, πρβλ. Αἰσχίν. 2. 23· χορηγὸς αἱρεθείς, ἱμάτια χρυσᾶ παρασχὼν τῷ χορῷ, ῥάκος φορεῖ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 5· ― πρβλ. χορηγία. ΙΙ. μεταφορ., ὁ χορηγῶν χρήματα πρὸς σκοπόν τινα οἱονδήποτε, χορηγὸν ἔχοντες Φίλιππον Δημ. 126. 13· Φιλίππῳ χορηγῷ χρώμενος ὁ αὐτ. 408. 16· χ. τὸν πατέρα ἔχειν εἴς τι ὁ αὐτ. 1023. 13· χ. λαμβάνειν τῇ ἑαυτοῦ βδελυρίᾳ Αἰσχίν. 8. 27, πρβλ. 38. 30· συχν. οὕτω παρὰ Πολυβ.· ― ὡς ἐπίθ., τὰ χορηγὰ τῆς ... ζωῆς, τὰ παρέχοντα τὰ μέσα τῆς ζωῆς, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 299C.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, -ίδος, Α
1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη για την συγκρότηση χορού που συμμετείχε σε παραστάσεις δραματικών έργων κατά την εορτή τών Διονυσίων και σε άλλες εκδηλώσεις («καταστὰς δὲ χορηγὸς τραγῳδοῖς ἀνήλωσα τριάκοντα μνᾱς», Λυσ.)
2. αυτός που καταβάλλει την δαπάνη για κάτι, αυτός που παρέχει τα μέσα για έναν σκοπό, για τη διοργάνωση μιας εκδήλωσης (α. «οι χορηγοί της συναυλίας αποφάσισαν την ματαίωσή της» β. «τοὺς τῶν ἀκροαμάτων χορηγούς», Πλούτ.)
3. (γενικά) αυτός που παρέχει σε κάποιον κάτι, που δίνει, που χορηγεί κάτι (α. «χορηγός ζωής» β. «ὁ τοῦ φωτὸς χορηγός», Μηναί.
γ. «τὰς... ἡδονὰς ἀγνοοῦντας, ὧν ἁπασῶν φιλοσοφία χορηγός ἐστι», Πλούτ.)
4. (ειδικά) προμηθευτής
αρχ.
1. ο κορυφαίος του χορού
2. (γενικά) ο ηγέτης πλήθους, ο αρχηγός ομάδας
3. αυτός που εφοδιάζει τον στρατό με τρόφιμα
4. αστρολ. (για πλανήτη) ο πάτρωνας, ο προστάτης μιας συντεχνίας
5. συν. στον πληθ. οἱ χορηγοί
ιατρ. α) οι φλέβες, που άγουν, που χορηγούν αίμα
β) αντικείμενα για ιατρική περιποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

χορηγός: Δωρ. χορᾱγός, ὁ (χορός, ἡγέομαι
I. αρχηγός, κορυφαίος χορού, σε Πλάτ.· αρχηγός σε πομπή, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. στην Αθήνα, αυτός που πληρώνει τη δαπάνη για τη διδασκαλία του χορού, σε Δημ., Αισχίν.
2. αυτός που καταβάλλει δαπάνη για οποιοδήποτε λόγο, σε Δημ., Αισχίν.

Middle Liddell

χορ-ηγός, δοριξ χορᾱγός, οῦ, ὁ, χορός, ἡγέομαι
I. a chorus leader, Plat.:— the leader of a train or band, Soph., Eur.
II. at Athens, one who defrayed the costs for bringing out a chorus, Dem., Aeschin.
2. one who supplies the costs for any purposes, Dem., Aeschin.

English (Woodhouse)

one who provides a chorus

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

In the theatre of ancient Greece, the chorêgos (pl. chorêgoi; Greek: χορηγός, Greek etymology: χορός "chorus" + ἡγεῖσθαι "to lead") was a wealthy Athenian citizen who assumed the public duty, or choregiai, of financing the preparation for the chorus and other aspects of dramatic production that were not paid for by the government of the polis or city-state. Modern Anglicized forms of the word include choragus and choregus, with the accepted plurals being the Latin forms choregi and choragi. In modern Greek the word χορηγός is synonymous with the word "grantor".

Choregoi were appointed by the archon and the tribes of Athenian citizens from among the Athenian citizens of great wealth. Service as a choregos, though an honor, was a duty for wealthy citizens and was part of the liturgical system designed to improve the city-state's economic stability through the use of private wealth to fund public good. Choregoi paid for costumes, rehearsals, expenses of the chorus (including training, salaries, board and lodging), scenery, props (including elaborate masks), special effects and most of the musicians. The choregos also hosted a feast if his chorus proved victorious in competition. The prizes for drama at the Athenian festival competitions were awarded jointly to the playwright and the choregos. Such victories carried prestige for the choregos. Several notable political figures served as choregoi, including Themistocles, Pericles and Plato, among others. Monuments were built in honor of victorious choregoi.

At the turn of the 17th century AD, in an attempt to recreate the ancient Greek dramatic tradition, the position was revived briefly in Italian opera, and combined the roles of impresario and director.

Wikipedia DE

Der Choregos (griechisch χορηγός) war in altgriechischen literarischen Texten laut der wörtlichen Übersetzung der Chorführer. Die wichtigere Bedeutung war jedoch der Choregos genannte „Kultursponsor“ in Athen.

Ein Choregos stellte einen aus Bürgern bestehenden Theaterchor zusammen und musste in den Monaten der Probe für dessen Unterhalt aufkommen. Er sorgte für den reibungslosen Ablauf der Proben, die entweder der Dichter oder ein von ihm bezahlter Chorodidaskalos leitete. Der wohl bedeutendste Posten war die Ausstattung des Chores mit Kostümen. Hinzukommen konnten noch Nebenleistungen (Parachoregema genannt) wie Statisten, ein Nebenchor, weitere Ausstattungen und die abschließende Bewirtung nach der Aufführung.

Als Lohn für den Aufwand stand der Choregos während der Aufführung im Mittelpunkt. Er bekam den Dreifuß für den siegreichen Dithyrambos und wurde in den amtlichen Sieginschriften (Didaskalien) noch vor dem Dichter genannt. Das Amt des Choregos wurde Choregie genannt.

Im römischen Theater wurde das Amt Choragus genannt, allerdings umfassten seine Aufgaben nur einen kleinen Teil des griechischen Amtes, da der Choragus nur für die Kostüme zuständig war.

Wikipedia EL

Ο χορηγός στην αρχαία Αθήνα ονομάζονταν κυριολεκτικά ο αρχηγός του θεατρικού χορού, αλλά και ο κάθε πολίτης που έκανε δωρεές για την ανάπτυξη των πολιτισμικών θεσμών. Το επίσημο αξίωμα ονομάζονταν χορηγία. Στους ρωμαϊκούς χρόνους το αξίωμα ονομάζονταν χοραγία.

Ο χορηγός συγκροτούσε μια ομάδα πολιτών, οι οποίοι υπηρετούσαν στο θέατρο ως χορός, και τους προσέφερε στέγαση αλλά και σίτιση για τις πρόβες. Φρόντιζε για όλες τις ανάγκες τους και συχνά πλήρωνε και τον χοροδιδάσκαλο που τους έκανε μαθήματα. Πλήρωνε τις φορεσιές για τους ηθοποιούς και άλλες έκτακτες ανάγκες, τα «παραχορήματα», τους κομπάρσους, δεύτερο βοηθητικό χορό, και διάφορες άλλες ανάγκες, μέχρι και το γεύμα μετά την παράσταση. Για την προσφορά του αυτή ο χορηγός ανταμείβονταν με κοινωνική καταξίωση, έφερε τον τρίποδα, ενώ το όνομά του αποθανατίζονταν στις επίσημες επιγραφές πριν ακόμα και από τον ποιητή. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, ο χοραγός, όπως ονομάζονταν μετά, είχε λιγότερα καθήκοντα και ήταν υπεύθυνος μόνο για τις ενδυμασίες των ηθοποιών.

Wikipedia FR

Le chorège (du grec ancien χορηγός / khorêgós) est, en Grèce antique, un citoyen riche ou un métèque chargé de recruter, d'organiser et d'entraîner à ses frais un chœur dramatique ou lyrique et les figurants de spectacles. La chorégie représente l'une des nombreuses liturgies qui se rattachaient au domaine culturel en Grèce, et dans lesquelles transparaissait la marque de l'ancienne mentalité aristocratique: chacun des chorèges a à cœur en effet d'asseoir son prestige sur l'ostentation de sa richesse, d'apparaître comme le meilleur dans la compétition, et d'entendre son nom proclamé avec le nom du poète vainqueur.

Wikipedia PT

O corego (em grego clássico: χορηγός; plural: chorêgoi) era o cidadão responsável pelas representações teatrais na Antiga Atenas, Grécia. .

No teatro da Antiga Grécia, corego era o título honorário para um cidadão rico ateniense que assumia a coregia, ou seja, o dever público do financiamento das despesas da preparação do coro e outros aspetos da produção dramática que não eram cobertos pela pólis. Os custos que cabiam ao corego podiam incluir as roupas usadas no teatro, máscaras, custos de pesquisa, coro, cenários ou pinturas dos cenários, efeitos especiais, exemplo: som, músicos (exceto o flautista, que era pago pelo Estado. No grego moderno, a palavra χορηγός é sinónimo da palavra "grantor". Os prémios de teatro das festas dionisíacas eram entregues ao dramaturgo e ao corego.

Através da Constituição Ateniense, os coregos eram apontados pelo arconte e pelas tribos. O arconte apontava o corego para as tragédias, enquanto as tribos escolhiam cinco coregos para as comédias e também para as festas dionisíacas e as Targelia.

Entre coregos famosos contam-se Péricles, que financiou a peça Os Persas de Ésquilo em 472 a.C., e Temístocles para As fenícias de Frínico em 476 a.C. (obra cujo texto se perdeu).

Wikipedia NL

In de glorietijd van het oude Athene werden de onkosten van de opvoering van tragedies (salaris v.d. acteurs, kostumering en decors, ...) in de regel gedragen door officieel daartoe aangestelde rijke burgers (die deze sponsoring op zich namen als vorm van belasting).

Dit gebruik werd choregie genoemd, en kaderde in de ruimere context van de leitourgia (= dienst aan het volk), een dienst ten bate van de gemeenschap waartoe rijken verplicht werden (een ander voorbeeld was het uitrusten van een oorlogsschip).

De betalende burger (de choreeg) en de acteurs deelden in de eer en de beloningen van de zegevierende dichter. Daarvan getuigt bijvoorbeeld het choregische monument ter ere van de choreeg Lysicrates in de Atheense Pláka-wijk.

Wikipedia RU

Хоре́г (греч. Χορηγός, от χορός — хор и ἡγεῖσθαι — руководить) — в Древней Греции название богатого гражданина Афин, который в качестве общественной повинности и почётной обязанности брал на себя расходы по организации театральных представлений, подготовке хора и актеров во время общественных праздников. Исполнение обязанностей хорега было наиболее почётной государственной повинностью афинских граждан, состояние которых превышало три таланта, и увековечивалось на дидаскалиях, каменных плитах, выставленных в ограде храма Диониса «на болоте», откуда начинались дионисийские праздники. Ежегодные списки хранились также в госархиве Афин на агоре и были опубликованы Аристотелем.

Mantoulidis Etymological

(=ἀρχηγός τοῦ χοροῦ, αὐτός πού πληρώνει τή δαπάνη γιά τό χορό τοῦ δράματος). Ἀπό τό χορός + ἡγέομαι -οῦμαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χορηγῶ, χορηγεῖονχορήγιον, χορήγημα, χορηγητήρ, χορηγία, χορηγικός, χορηγέτης, αὐτοχορήγητος.