καταδέχομαι: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I. 1</b> recevoir, accepter;<br /><b>2</b> recevoir chez soi au retour <i>en parl. d'exilés</i>;<br /><b>II.</b> <i>Pass. (f.</i> καταδεχθήσομαι <i>et ao.</i> κατεδέχθην) être accueilli, être reçu.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δέχομαι]]. | |btext=<b>I. 1</b> [[recevoir]], [[accepter]];<br /><b>2</b> recevoir chez soi au retour <i>en parl. d'exilés</i>;<br /><b>II.</b> <i>Pass. (f.</i> καταδεχθήσομαι <i>et ao.</i> κατεδέχθην) être accueilli, être reçu.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δέχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:12, 28 November 2022
English (LSJ)
Arc. κατυ- SIG306.58 (iv B.C.):—A receive, admit, τι εἰς τὴν ψυχήν Pl.R.401e; [τὸν θεὸν] τῇ σκηνῇ J.AJ3.8.1; πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονήν Luc.Nigr.16; especially of food, τοὺς φακούς Eup. 350; πόμα Hp.Epid.7.41; τροφήν Pl.Ti.84b, cf.Arist.Resp.476a29:— Pass., -δεχθῆναι ἐπὶ γάμον Luc.Tox.44. 2 receive back, take home again, esp. from banishment, And.3.3, Lys.6.13, D.26.6, etc.: aor. Pass. καταδεχθῆναι in pass. sense, Luc.Bis Acc.31, D.C.78.39: fut. καταδεχθήσεσθαι ib.40.40. 3 accept, admit the truth of, τὸ γενεθλιαλογεῖν Str.16.1.6. 4 allow, permit of, ἀναβολήν Suid. s.v. εἰσαγγελία; τὴν μῖξιν Phlp.in GC189.6.
German (Pape)
[Seite 1345] aufnehmen, annehmen, zu sich nehmen; Speise, Hippocr., wie Plat. Tim. 84 b; καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχήν Rep. III, 401 e; τινὰ ἐπὶ γάμον Luc. Tor. 44; – wieder aufnehmen, die Verbannten, Andoc. 1, 66. 3, 31; ὠστρακισμένον 3, 3; Dem. 26, 6 u. A., oft; aor. pass., καταδεχθῆναι ἠξίουν Luc. bis accus. 31, wie D. Cass. 78, 39; fut. pass., Luc. Tox. 44 D. C. 40, 40. – Uebtr., πάσαις πύλαις τὴν ἡδονήν Luc. Nigr. 16; – zulassen, gestatten, Suid. v. εἰσαγγελία.
French (Bailly abrégé)
I. 1 recevoir, accepter;
2 recevoir chez soi au retour en parl. d'exilés;
II. Pass. (f. καταδεχθήσομαι et ao. κατεδέχθην) être accueilli, être reçu.
Étymologie: κατά, δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δέχομαι, Ion. καταδέκομαι opnemen, toelaten:; τὴν τροφὴν κ. voedsel opnemen Plat. Tim. 84b; overdr.:; τὰ καλὰ κ. εἰς τὴν ψυχὴν de mooie dingen opnemen in zijn ziel Plat. Resp. 401e; τὴν ἡδονὴν καταδέχεσθαι het genot in zich opnemen Luc. 8.16; ook pass.:; ἀξιοῦσι καταδεχθῆναι ἐπὶ τὸν γάμον ze eisten voor het huwelijk geaccepteerd te worden Luc. 57.44; weer opnemen, van ballingen:. Μιλτιάδην... κατεδεξάμεθα wij hebben Miltiades weer als burger opgenomen And. 3.3.
Russian (Dvoretsky)
καταδέχομαι: (aor. pass. κατεδέχθην)
1 принимать внутрь (τροφήν Plat., Arst.);
2 воспринимать (τὰ καλὰ εἰς τὴν ψυχήν Plat.);
3 впивать в себя (πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονήν Luc.);
4 (вновь) принимать в число граждан, т. е. возвращать из изгнания (τινα Lys.).
Greek Monolingual
(AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι)
νεοελλ.-μσν.
δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας»)
μσν.
επιτρέπω
μσν.-αρχ.
1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ' ἄν ἀπ' αὐτῶν καὶ γίγνοιτο καλός τε κἀγαθός», Πλάτ.)
2. παραδέχομαι
αρχ.
1. δέχομαι πίσω, ξαναδέχομαι κάποιον, ιδίως από εξορία («Μιλτιάδην... ὠστρακισμένον καὶ ὄντα ἐν Χερρονήσῳ κατεδεξάμεθα δι' αὐτὸ τοῦτο», Ανδοκ.)
2. συναινώ σε κάτι, επιτρέπω.
Greek Monotonic
καταδέχομαι: -δέξομαι, αποθ.,
1. δέχομαι, αποδέχομαι, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. δέχομαι πίσω, δέχομαι πάλι εξόριστο άνδρα στην πατρίδα, σε Ρήτ.· Παθ. αορ. αʹ καταδεχθῆναι, με Παθ. σημασία, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταδέχομαι: ἀποθ., δέχομαι, ἀποδέχομαι, τι εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 401Ε· τινα ἐπὶ γάμον Λουκ. Τόξ. 44· πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονὴν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 16· - ἰδίως ἐπὶ τροφῆς, τοὺς φακοὺς Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 29· πόμα Ἱππ. 1221D· τροφὴν Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3. 2) δέχομαι ὀπίσω, δέχομαι πάλιν εἰς τὴν πατρίδα, ἰδίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἀνδοκ. 23. 42, Λυσ. 104. 22, κτλ.· Παθ. ἀόρ. καταδεχθῆναι, ἐπὶ παθ. σημασίας, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 31, Δίων Κ. 78. 39· καὶ μέλλ. καταδεχθήσεσθαι, αὐτόθι 40. 40. 3) ἐπιδέχομαι, «ἀδικήμασι μεγίστοις ἀναβολὴν μὴ καταδεχομένοις» Σουΐδ. ἐν λέξ. εἰσαγγελία c.
Middle Liddell
-δέξομαι
Dep.
1. to receive, admit, Plat., etc.
2. to receive back, take home again, Oratt.: —aor1 pass. καταδεχθῆναι in pass. sense, Luc.