ἐπαναστρέφω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(Moy.<\/b><\/i> )(.*?μαι);" to "$1$2;") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> se retourner sur <i>ou</i> vers, faire volte-face;<br /><b>2</b> faire volte-face pour résister;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαναστρέφομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> revenir à la surface en se retournant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναστρέφω]]. | |btext=<b>1</b> se retourner sur <i>ou</i> vers, faire volte-face;<br /><b>2</b> faire volte-face pour résister;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐπαναστρέφομαι]];<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> revenir à la surface en se retournant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναστρέφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:34, 28 November 2022
English (LSJ)
intr., A turn back upon one, wheel round and return to the charge, Ar.Ra.1102, Th.4.130, 8.105, X.HG6.2.21:—Pass., Ar. Eq.244, X.Eq.Mag.8.25; εἴς τι Porph.Marc.13. II Pass., return to the surface, Arist.Fr.335. III Pass., to be charged upon, τῇ ἐμῇ περιουσίᾳ PMasp.151.136 (vi A.D.).
French (Bailly abrégé)
1 se retourner sur ou vers, faire volte-face;
2 faire volte-face pour résister;
Moy. ἐπαναστρέφομαι;
1 m. sign.
2 revenir à la surface en se retournant.
Étymologie: ἐπί, ἀναστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναστρέφω:
1 делать поворот, поворачиваться кругом Xen., med. Arph.: ἐ. καὶ ἐπερείδεσθαι Arph. повернуться (лицом к противнику) и оказать сопротивление;
2 возвращаться назад (πρὸς τῇ πόλει Thuc.; ἐπὶ τὴν ἀρχήν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναστρέφω: ἀμετάβ., στρέφομαι ἐναντίον τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· ἐπανέρχομαι, ἐπαναστρέψας Θουκ. 4. 130· οὕτως ἐν τῷ παθ., στρέφομαι ὅπως τεθῶ κατά τινος, ἀλλ’ ἀμύνου κἀπαναστρέφου πάλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 244· ἐπαναστρεφομένοις τοῖς πολεμίοις ἐμπίπτειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 25. ΙΙ. Παθητ., προσέτι, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316.
Greek Monolingual
(Α ἐπαναστρέφω) στρέφω
(αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω
νεοελλ.
στρέφω κάτι προς τα πίσω, το ξαναγυρίζω
μσν.
1. (για ομιλία) επανέρχομαι
2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω
αρχ.-μσν.
(για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση της κοίτης
αρχ.
1. στρέφομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῖν, ὅταν ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», Αριστοφ.)
2. βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
3. επιβάλλομαι, επιβαρύνω κάποιον.
Greek Monotonic
ἐπαναστρέφω: μέλ. -ψω, αμτβ., γυρίζω εναντίον κάποιου, στρέφομαι και επιστρέφω στην έφοδο, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως και στην Παθ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ψω
intr. to turn back upon one, wheel round and return to the charge, Ar., Thuc.:— so in Pass., Ar.