ὑποσκάπτω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> [[ouvrir une carrière]];<br /><b>2</b> creuser en dessous, miner, saper;<br /><b>3</b> fouiller le sol pour façonner.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]]. | |btext=<b>1</b> [[ouvrir une carrière]];<br /><b>2</b> [[creuser en dessous]], [[miner]], [[saper]];<br /><b>3</b> fouiller le sol pour façonner.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:15, 28 November 2022
English (LSJ)
dig under, dig about, τὰς συκᾶς Thphr.HP2.7.5: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. undermine, Eratosth. ap. Ath.13.588a; ὑ. μακρὰ ἅλματα mark a long leap, Pi.N.5.20.
French (Bailly abrégé)
1 ouvrir une carrière;
2 creuser en dessous, miner, saper;
3 fouiller le sol pour façonner.
Étymologie: ὑπό, σκάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσκάπτω: рыть внизу: ὑ. μακρὰ ἅλματα Pind. отмечать ямками длинные прыжки (на состязаниях).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω ὑποκάτω, σκάπτω ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ ὑποκονίω, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, σκάπτω ὑποκάτω αὐτοῦ ὅπως τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, αὐτόθεν ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. σκάπτω ΙΙ. 3, βατὴρ 2.
Greek Monolingual
ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν σκάπτω
σκάβω αποκάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. υπονομεύω
2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση του συναδέλφου του»)
αρχ.
1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά
2. σχηματίζω μικρές λακκούβες με τα πέλματά μου, καθώς βαδίζω.
Greek Monotonic
ὑποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω από κάτω, ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, μαρκάρω, σημαδεύω, σημειώνω ένα μακρύ άλμα, πήδημα με μία γραμμή, σε Πίνδ.
Middle Liddell
fut. ψω
to dig under, ὑπ. μακρὰ ἅλματα to mark a long leap by a line, Pind.
German (Pape)
untergraben, von unten aufgraben, Theophr.