πλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=πλεξούδα). Ἀπό τό [[πλέκω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[πλεξούδα]]). Ἀπό τό [[πλέκω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόκᾰμος Medium diacritics: πλόκαμος Low diacritics: πλόκαμος Capitals: ΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: plókamos Transliteration B: plokamos Transliteration C: plokamos Beta Code: plo/kamos

English (LSJ)

ὁ, A lock or braid of hair, A.Ch.6,187, Hdt.4.34: in plural, locks, curling hair, prop. of women, Il.14.176; of a man, κομᾶν πλόκαμοι Pi.P.4.82; π. Τυφῶ, dithyrambic phrase in Ar. Nu.336; τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call. in PSI9.1092.47: in sg. also, collectively, = κόμη, A.Fr.313, etc.; τριχὸς π. Id.Th.564 (lyr.); χαίτας π. E.Ph.309 (lyr.). 2 Βερενίκης π., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.; ἡ τοῦ π. συστροφή Ptol. Tetr.26. II = πλεκτάνη ΙΙ, Ael.VH1.1. 2 π. θαυμαστός, = πλέγμα δικτυοειδές, v.l. in Gal.UP9.4. 3 in plural, of wicker baskets, Id.Nat.Fac.1.15.

German (Pape)

[Seite 637] ὁ, 1) geflochtenes Haar, Haarflechte, Locke; gew. im plur., Il. 14, 176; κομᾶν πλόκαμ οι κερθέντες, Pind. P. 4, 82; im sing. bei Her. 4, 34. 7, 1; auch Aesch. Spt. 546 Ch. 7; u. Eur. öfter u. Folgde, bes. Dichter, wie Ap. Rh. 2, 707; Anacr. u. Anth. – 2) geflochtenes, gedrehtes Seil, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 boucle de cheveux ; chevelure bouclée;
2 c. πλεκτάνη.
Étymologie: πλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλόκαμος -ου, ὁ [πλέκω] (haar)lok, krul; plur. (haar)lokken, krullen;; τὰν Κασάνδραν ἵν’ ἀκούω ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους waar, naar ik hoor, Cassandra haar blonde lokken schudt Eur. IA 758; sing. collect. (haar)lokken, krullen.

Russian (Dvoretsky)

πλόκᾰμος: ὁ прядь, локон, pl. кудри, волосы Hom., Her., Pind., Aesch. etc.

English (Autenrieth)

(πλέκω): lock of hair, pl., Il. 14.176†.

English (Slater)

πλόκαμος lock of hair. οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί (P. 4.82) ἀν]δησάμεναι πλοκάμους Πα. 13. a. 16. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι (ἐπέων πλόκοι coni. Schr.) fr. 246a.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πλοκαμός, Ν
1. πλέγμα από τις τρίχες της κόμης σε επίμηκες σχήμα, πλεξούδα
2. φρ. «Πλόκαμος της Βερενίκης» — αστερισμός γνωστός και ως Κόμη της Βερενίκης
νεοελλ.-μσν.
1. ζωολ. επίμηκες όργανο, συνήθως χωρίς σκελετικό, αλλά με μυϊκό στήριγμα, που προεκτείνεται στο σώμα διαφόρων ζώων και είναι εξογκωμένο και πλούσιο σε ποικίλες αισθητικές απολήξεις, ιδιαίτερα απτικές, κν. πλοκάμι
2. αρχιτ. διακοσμητικό κατασκεύασα που μοιάζει με πλέγμα
αρχ.
1. (με περιληπτ. σημ.) κόμη, μαλλιά
2. πλεκτό, στριμμένο σχοινί, πλεκτάνη
3. αστρον. αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
4. στον πληθ. oἱ πλόκαμοι
α) (σχετικά με γυναίκες) πλεγμένα σγουρά μαλλιά
β) καλάθι από λυγαριά, πανέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πλέκω + επίθημα -αμος (πρβλ. όρχ-αμος, ουλ-αμός). Για τη σημ. της λ. βλ. λ. πλέκω.

Greek Monotonic

πλόκᾰμος: ὁ (πλέκω), βόστρυχος ή πλεξίδα από μαλλιά, σε Αισχύλ.· στον πληθ., βόστρυχοι, κυρίως λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ. περιληπτικώς, κόμη, σε Ηρόδ.· τριχὸς πλόκαμος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πλόκᾰμος: ὁ, (πλέκω) πλεξίδα μαλλίων, Αἰσχύλ. Χο. 7. 187· ἐν τῷ πληθ., οἱ οὖλοι βόστρυχοι, κυρίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ξ. 176· κομᾶν πλόκαμοι Πινδ. Π. 4. 145· πλ. Τυρῶ, διθυραμβικὴ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 333· ― ἐν τῷ ἑνικῷ ὡσαύτως περιληπτικῶς, = κόμη, Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, κτλ., τριχὸς πλ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 564· χαίτας πλ. Εὐρ. Φοίν. 309. 2) Βερενίκης πλ., ἀστερισμός τις, Ὑγίνου Ἀστρ. 2. 24. ΙΙ. = πλεκτάνη ΙΙΙ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1.

Frisk Etymological English

See also: s. πλέκω.

Middle Liddell

πλόκᾰμος, ὁ, πλέκω
a lock or braid of hair, Aesch.: in plural locks, properly of women, Il.:—in sg., collectively, = κόμη, Hdt.; τριχὸς πλ. Aesch.

Frisk Etymology German

πλόκαμος: {plókamos}
See also: s. πλέκω.
Page 2,563

English (Woodhouse)

lock of hair, of hair, plait of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πλεξούδα). Ἀπό τό πλέκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.