παράρρυμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρά-ρρυμα en παράρυμα -ατος, τό [[[παρά]], [[ἐρύω]]] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).
|elnltext=παρά-ρρυμα en παράρυμα -ατος, τό [[[παρά]], [[ἐρύω]]] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], τό, <i>Alles, was man [[daneben]] od. an der [[Seite]] bes. zum Schutze vorzieht</i>, bes. <i>[[Decken]] von [[Leder]] od. [[Haaren]], [[welche]] an den [[Seiten]] des Schiffes zum Schutze gegen feindliche [[Angriffe]] [[aufgehängt]] wurden</i>, Xen. <i>Hell</i>. 1.6.19; vgl. <i>Att. Seew</i>. p. 159 und [[öfter]], wo [[sowohl]] [[λευκά]] als τρίχινα [[erwähnt]] [[werden]]. Vgl. noch Moschion bei Ath. V.208c, wo die vulg. παρατρήματα keinen Sinn gibt. Vgl. παραβλήματα und [[παράρρυσις]]; – [[παράρρυμα]] ποδός, Soph. frg. 475 bei Hesych., [[entweder]] = [[ὑπόδημα]], od. <i>ein herunterhangender [[Teil]] des Kleides</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παράρ-ρῡμα, ατος, τό,<br />[[anything]] [[drawn]] [[along]] the [[side]]: a [[leather]] or [[hair]] curtain, stretched [[along]] the sides of ships to [[protect]] the men, Xen.
|mdlsjtxt=παράρ-ρῡμα, ατος, τό,<br />[[anything]] [[drawn]] [[along]] the [[side]]: a [[leather]] or [[hair]] curtain, stretched [[along]] the sides of ships to [[protect]] the men, Xen.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], τό, <i>Alles, was man [[daneben]] od. an der [[Seite]] bes. zum Schutze vorzieht</i>, bes. <i>[[Decken]] von [[Leder]] od. [[Haaren]], [[welche]] an den [[Seiten]] des Schiffes zum Schutze gegen feindliche [[Angriffe]] [[aufgehängt]] wurden</i>, Xen. <i>Hell</i>. 1.6.19; vgl. <i>Att. Seew</i>. p. 159 und [[öfter]], wo [[sowohl]] [[λευκά]] als τρίχινα [[erwähnt]] [[werden]]. Vgl. noch Moschion bei Ath. V.208c, wo die vulg. παρατρήματα keinen Sinn gibt. Vgl. παραβλήματα und [[παράρρυσις]]; – [[παράρρυμα]] ποδός, Soph. frg. 475 bei Hesych., [[entweder]] = [[ὑπόδημα]], od. <i>ein herunterhangender [[Teil]] des Kleides</i>.
}}
}}

Revision as of 12:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρρῡμα Medium diacritics: παράρρυμα Low diacritics: παράρρυμα Capitals: ΠΑΡΑΡΡΥΜΑ
Transliteration A: parárryma Transliteration B: pararryma Transliteration C: pararryma Beta Code: para/rruma

English (LSJ)

or παράρῡμα, ατος, τό, (ἐρύω A) A anything drawn along or over something: 1 leather or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, X.HG1.6.19, IG22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.Ath.5.208c (Casaubon for παρατρήματα), LXX Ex. 35.11. 2 π. ποδός covering for the foot, S.Fr.527. 3 pl., of fasteners for bandages, Gal.18(2).748 (nisi leg. παραρραμμάτων).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
toile qu’on étend pendant le combat devant les rameurs pour les protéger.
Étymologie: παρά, ῥύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρά-ρρυμα en παράρυμα -ατος, τό [παρά, ἐρύω] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).

German (Pape)

[ῡ], τό, Alles, was man daneben od. an der Seite bes. zum Schutze vorzieht, bes. Decken von Leder od. Haaren, welche an den Seiten des Schiffes zum Schutze gegen feindliche Angriffe aufgehängt wurden, Xen. Hell. 1.6.19; vgl. Att. Seew. p. 159 und öfter, wo sowohl λευκά als τρίχινα erwähnt werden. Vgl. noch Moschion bei Ath. V.208c, wo die vulg. παρατρήματα keinen Sinn gibt. Vgl. παραβλήματα und παράρρυσις; – παράρρυμα ποδός, Soph. frg. 475 bei Hesych., entwederὑπόδημα, od. ein herunterhangender Teil des Kleides.

Russian (Dvoretsky)

παράρρῡμα: ατος τό
1 боковой корабельный щит (кожаный или волосяной, для защиты от неприятельских стрел) Xen.;
2 предполож. обувь или нижняя часть одежды (закрывающая ноги) Soph.

Greek (Liddell-Scott)

παράρρῡμα: τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον παρά τι καὶ χρησιμεῦον ὡς παράφραγμα: 1) παραπέτασμα δερμάτινον ἢ τρίχινον, ἐκτεινόμενον παρὰ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων χάριν προφυλάξεως τῶν ἀνδρῶν (πρβλ. ῥίψ), ὡς τὸ Λατ. cilicia, storeae, plutei, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 19, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C (κατὰ τὸν Κασαυβ. ἀντὶ παρατρήματα), Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 11) (Κῶδ. Βατ.)· καλοῦνται δὲ ταῦτα καὶ παραβλήματα (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παραρρύσεις νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) παράρρυμα ποδός, κάλυμμα τοῦ ποδός, Σοφ. Ἀποσπ. 475. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράρ(ρ)υμα· Σοφοκλῆς Πολυξένῃ (Ἀποσπ. 482) παράρ(ρ)υμα ποδός, ὡς κρεμαμένων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς κάλλος. τινὲς δὲ σχοινίον ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ ὑπόδημα».

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. κατάβλημα, κν. μουσαμάς της μπάντας
αρχ.
1. καθετί που απλώνεται κατά μήκος ή πάνω από κάτι ως παραπέτασμα για την προστασία του
2. παραπέτασμα από δέρμα ή από κετσέ που απλωνόταν κατά μήκος τών πλευρών τών πλοίων για προστασία τών ανδρών
3. το δέσιμο τών επιδέσμων
4. φρ. «παράρρυμα ποδός» — κάλυμμα του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ῥῦμα (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»)].

Greek Monotonic

παράρρῡμα: -ατος, τό, οτιδήποτε εξαπλώνεται στα πλάγια· δερμάτινο ή μάλλινο παραπέτασμα που απλώνεται στα πλευρά των πλοίων για να προστατεύει τους άνδρες, σε Ξεν.

Middle Liddell

παράρ-ρῡμα, ατος, τό,
anything drawn along the side: a leather or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, Xen.