πληθύνω: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> être une foule pour ; être d'accord avec la foule pour, inf.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire des progrès, se répandre de plus en plus <i>en parl. de bruits</i> | |btext=<b>1</b> <i>tr.</i> être une foule pour ; être d'accord avec la foule pour, inf.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire des progrès, se répandre de plus en plus <i>en parl. de bruits</i>;<br /><b>[[NT]]</b>: accroître, multiplier, augmenter.<br />'''Étymologie:''' [[πλῆθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:05, 6 December 2022
English (LSJ)
fut. A πληθῠνῶ 2 Ep.Cor.9.10: aor. ἐπλήθυνα Dam.Pr.99:—causal of πληθύω, increase, multiply, LXX Ge.17.2, al., Ph.1.496, 2 Ep.Cor. l.c., Ep.Hebr.6.14:—Pass., ταῖς γυναιξὶ τὸ γάλα πληθύνεται abounds, Arist. HA587b20. 2 make multiple, 'plurify', κατὰ ἀναλογίαν [τὸ ἡνωμένον] ἐπληθύναμεν τῶν κατωτέρω πεπληθυσμένων τὸν πρῶτον πληθυσμόν Dam.l.c.; θεοὶ πληθυνόμενοι μὲν ἐν τῷ κόσμῳ, περὶ αὐτὸν δὲ ἑνοειδῶς ὄντες Jul.Or.4.143b, cf. Or.7.222a. 3 intr., v. πληθύω ΙΙ. 4 use the plural, Sch.Il.Oxy.1087.34. II Pass., to be in the majority, prevail, δήμου… χεὶρ ὅπῃ πληθύνεται (cod. Med. πληθύεται) A.Supp. 604: c. inf., ταύτην ἐπαινεῖν… πληθύνομαι I follow the majority, Id.Ag. 1370: pf. πεπλήθυνται LXX Ge.18.20. 2 Gramm., [τὸ ἀπαρέμφατον] οὐ πληθύνεται the infinitive has no plural, A.D.Synt.31.25.
German (Pape)
[Seite 632] 1) voll machen, füllen, mehren, vermehren, vergrößern, erweitern, Sp., wie N. T. – 2) intr., voll sein, sich füllen; οὕτως ἐν αὐτῷ ἐπλήθυνε τὸ πληθύνειν πρὸς τὸ διακινδυνεύειν, ganz voll sein von dem Gedanken, sich ganz darauf legen, Pol. 3, 103, 7, zw. – Pass.; ταύτην ἐπαινεῖν πάντοθεν πληθύνομαι, Aesch. Ag. 1343, ich bin voll davon, sie zu preisen; δήμου κρατοῦσα χεὶρ ὅποι πληθύνεται, Suppl. 599; auch Sp.
French (Bailly abrégé)
1 tr. être une foule pour ; être d'accord avec la foule pour, inf.;
2 intr. faire des progrès, se répandre de plus en plus en parl. de bruits;
NT: accroître, multiplier, augmenter.
Étymologie: πλῆθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πληθύνω [πλῆθος] later perf. med.-pass. πεπλήθυμμαι met acc. vol maken, doen toenemen:. πληθυνεῖ τὸν σπόρον ὑμῶν hij zal uw zaad tot volle wasdom brengen NT 2 Cor. 9.10. intrans. toenemen:; πληθυνόντων τῶν μαθητῶν toen de leerlingen talrijker werden NT Act. Ap. 6.1; ook med.-pass.. ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν het aantal leerlingen nam toe NT Act. Ap. 6.7. de meerderheid hebben: med.-pass.. δήμου κρατοῦσα χείρ θ’ ὅπῃ πληθύνεται in welke richting de soevereine stemming van het volk de doorslag geeft Aeschl. Suppl. 604; ταύτην ἐπαινεῖν... πληθύνομαι ik voel mij van alle kanten gesteund dit (voorstel) goed te keuren Aeschl. Ag. 1370.
Russian (Dvoretsky)
πληθύνω: (ῡ)1 увеличивать, (при)умножать (τὸν σπόρον τινός NT);
2 pass. увеличиваться, умножаться, прибывать или быть в изобилии (μετὰ τοὺς τόκους ταῖς γυναιξὶν τὸ γάλα πληθύνεται Arst.; ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμός NT);
3 med. быть полностью согласным или быть полным решимости: ταύτην (sc. γνώμην) ἐπαινεῖν πληθύνομαι Aesch. эту мысль я полностью одобряю; ἔνισπε δ᾽ ἡμῖν δήμου κρατοῦσα χεὶρ θ᾽ ὅπῃ πληθύνεται Aesch. скажи нам, что решила державная рука народа.
English (Strong)
from another form of πλῆθος; to increase (transitively or intransitively): abound, multiply.
English (Thayer)
future πληθύνω; 1st aorist optative 3rd person singular πληθῦναι ( ); passive, imperfect ἐπληθυνομην; 1st aorist ἐπληθυνθην; (from πληθύς fullness); Aeschyl, Aristotle, Herodian, Geoponica; the Sept. very often for רָבָה, רִבָּה, הִרְבָּה, sometimes for רָבַב;
1. transitive, to increase, to multiply: to be increased (be multiplied) multiply: τίνι (A. V. be multiplied to one i. e.) be richly allotted to, Theod.; Clement of Rome, 1 Corinthians 1inscr. (also Martyr. Polycarp, inscr., Apostolic Constitutions, inscr.)).
2. intransitive, to be increased, to multiply: Acts 6:1.
Greek Monolingual
ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό
2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ)
3. μέσ. πληθύνομαι
αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β. «αύξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» ΠΔ)
αρχ.
1. μέσ. καθιερώνω με πλειοψηφία, αποφασίζω
2. γραμμ. κλίνομαι στον πληθυντικό αριθμό
3. φρ. «τὸ δικαστήριον πληθυνέσθω» — ας συμπληρωθεί το δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. της μέσ. φωνής πληθύνομαι έχει πιθ. σχηματιστεί από το πλήθος κατά το μηκύνομαι, ενώ ο ενεργ. τ. πληθύνω είναι μτγν. (βλ. και πληθύς)].
Greek Monotonic
πληθύνω: [ῡ], μεταβατικό του πληθύω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. κάνω κάτι πλήρες, αυξάνω, πολλαπλασιάζω, σε Καινή Διαθήκη, Ηρόδ.
II. Παθ., ανήκω στην πλειοψηφία, επικρατώ, σε Αισχύλ.· με απαρ., ἐπαινεῖν πληθύνομαι, καθοδηγούμαι από τη γενική γνώμη ώστε να αποδεχτώ, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πληθύνω: [ῡ], μεταβατικὸν τοῦ πληθύω, ὡς καὶ νῦν, αὐξάνω, πολλαπλασιάζω, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 10, πρὸς Ἑβρ. ς΄, 14. ― Παθ., γίνομαι πλήρης, αὐξάνομαι, γίνομαι μεγαλείτερος, ἴδε πληθύω Ι· τὸ δικαστήριον πληθυνέσθω, ἂς συμπληρωθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 73c. B. 6 (Προσθῆκ.)· ταῖς γυναιξὶ τὸ γάλα πληθύνεται, γίνεται πολύ, ἄφθονον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1. 2) ἀμεταβ., ἴδε πληθύω ΙΙ. ΙΙ. Παθ., φέρω εἰς πέρας διὰ πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω, δήμου... χεὶρ ὅπη πληθύνεται (ἔνθα ὁ Μεδ. Κῶδ. πληθύεται) Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· μετ’ ἀπαρ., ταύτην ἐπαινεῖν… πληθύνομαι, εἶμαι ἀποφασισμένος, ἔχω ἀποφασίσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1370· ― πρκμ. πεπλήθυνται Ἑβδ. (Γέν. ΙΙΙ΄, 20).
Middle Liddell
πληθύ¯νω,
I. Causal of πληθύω, only in pres. and imperf., to make full, increase, multiply, NTest., Hdt.
II. Pass. to be in the majority, to prevail, Aesch.; c. inf., ἐπαινεῖν πληθύνομαι I am led by general opinion to approve, Aesch.
Chinese
原文音譯:plhqÚnw 普累替挪
詞類次數:動詞(12)
原文字根:充滿 相當於: (הַרְבָּה / הַרְבֵּה / רָבָה)
字義溯源:增多,多多,多多加給,多多加增,加增,擴增,廣傳,論繁增,充滿,增長;源自(πλῆθος)=完全,群眾,豐滿);而 (πλῆθος)出自(πίμπλημι)*=充滿)。參讀 (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)同義字
出現次數:總共(12);太(1);徒(5);林後(1);來(2);彼前(1);彼後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 增多(3) 太24:12; 徒6:1; 徒7:17;
2) 多多加給(2) 林後9:10; 猶1:2;
3) 多多的(1) 彼後1:2;
4) 我要⋯多多的加增(1) 來6:14;
5) 多多的加給(1) 彼前1:2;
6) 論繁增(1) 來6:14;
7) 廣傳(1) 徒12:24;
8) 加增(1) 徒6:7;
9) 擴增(1) 徒9:31