προσθήκη: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3, $4 ;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> addition, développement, suite ; <i>particul.</i> digression;<br /><b>2</b> accessoire : [[ἐν]] προσθήκης μέρει DÉM à titre d'accessoire <i>ou</i> de hors-d'œuvre;<br /><b>3</b> [[assistance donnée par les dieux]].<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[addition]], [[développement]], [[suite]] ; <i>particul.</i> digression;<br /><b>2</b> accessoire : [[ἐν]] προσθήκης μέρει DÉM à titre d'accessoire <i>ou</i> de hors-d'œuvre;<br /><b>3</b> [[assistance donnée par les dieux]].<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 16:54, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθήκη Medium diacritics: προσθήκη Low diacritics: προσθήκη Capitals: ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Transliteration A: prosthḗkē Transliteration B: prosthēkē Transliteration C: prosthiki Beta Code: prosqh/kh

English (LSJ)

ἡ, (προστίθημι) A addition, appendage, supplement, προσθήκας . . μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Hdt.4.30, cf. Arist.Rh.1354a14; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι A.Ag.500; σμικρὰ π. Pl.R.339b, cf. La.182c; ἐν προσθήκης μέρει by way of appendage, D.11.8 (but ἐν προσθήκῃ μερίς should be read in Id.2.14); ἐν ὑπηρέτου καὶ π. μέρει Id.3.31; ἐν π. μοίρᾳ Luc.Zeux.2; προσθήκης μοῖραν ἐπέχειν serve as auxiliaries, D.H.5.67; [Ἀντώνιος] π. τῆς γυναικὸς ἦν Plu.Ant. 62. b additional payment, PTeb.296.3 (ii A.D.), etc. 2 qualification, ἡ τῆς ἀξίας π. the additional qualification of merit, D. Ep.3.12; πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις προσθῆκαι δύο, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου Id.23.75: hence, adjective, Gal.11.74, Dosith.p.398 K. 3 accident, circumstance, τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῖν Alex.271.5. II aid, assistance, προσθήκῃ θεοῦ S.OT38; ἡ τῶν νόμων π. D.25.24; αἱ λαχάνων π., prov. of what gives no help, Diogenian.2.52. III particle, Longin.21.2; of expletives, π. κεναί Demetr.Eloc.55.

German (Pape)

[Seite 766] ἡ, Zusatz, Zugabe, Anhang; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι προσθήκη πέλοι, möge der Schluß gut sein, Aesch. Ag. 496; θεοῦ, das Dazuthun des Gottes, die Hülfe, Soph. O. R. 38, Schol. ἐπικουρία; – προσθήσομεν αὐτῷ οὐ σμικρὰν προσθήκην, Plat. Lach. 182 c. Anders Dem. 23, 75, πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου, Alles hat zwei Seiten; – Vermehrung; dah. bei Her. 4, 30 Einschiebsel in eine Erzählung; Beiwerk, neben ἔντεχνον Arist. rhet. 1, 1, u. oft; Abschweifung von der Hauptsache, Sp.; – Dem. vrbdt oft ἐν προσθήκης μέρει, z. B. 2, 14; auch ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει, 13, 31, wie wir auch »Nebensache« brauchen; nachgeahmt von Luc. Zeux. 2. – Bei den Gramm. die Partikel, vgl. Longin. de sublim. 21, 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 addition, développement, suite ; particul. digression;
2 accessoire : ἐν προσθήκης μέρει DÉM à titre d'accessoire ou de hors-d'œuvre;
3 assistance donnée par les dieux.
Étymologie: προστίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσθήκη -ης, ἡ [προστίθημι] toevoeging, uitweiding:; προσθήκας... μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο mijn verhaal zocht vanaf het begin naar uitweidingen Hdt. 4.30.1; van pers. aanhang(sel):. ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει γεγένησθε jullie zijn afgezakt tot de rol van dienaar en aanhang Dem. 3.31; προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν hij was het slaafje van de vrouw Plut. Ant. 62.1. hulp, bijstand:. προσθήκῃ θεοῦ door de hulp van een god Soph. OT 38.

Russian (Dvoretsky)

προσθήκη:
1 приложение, добавление, дополнение, вставка, Her., Arst.: ἐν προσθήκης μέρει Dem. в порядке добавления;
2 ирон. (об Антонии) придаток, привесок (π. τῆς γυναικός, sc. Κλεοπάτρας Plut.);
3 завершение, окончание: εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι Aesch. пусть все кончится как нельзя лучше;
4 способ, форма, сторона: πᾶσίν εἰσι πράγμασι δύο προσθῆκαι Dem. все имеет две стороны;
5 содействие, помощь (θεοῦ Soph.);
6 грам. частица.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προστίθημι
1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» — με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ.
γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» — ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.)
2. συμπλήρωση, επαύξηση
3. το μέρος που προστίθεται, το συμπλήρωμα
νεοελλ.
(κυρίως για κτίσματα) επέκταση
αρχ.
1. πρόσθετη πληρωμή
2. (σχετικά με αξία) πρόσθετος χαρακτηρισμός («πᾱσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου», Δημοσθ.)
3. γεγονός, απλό περιστατικό («τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῖν», Αλεξ.)
4. βοήθεια, αρωγή, επικουρία (α. «προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν», Πλούτ.
β. «τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι», Δημοσθ.)
5. γραμμ. μόριο («ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ πάθος», Λογγίν.)
6. τόκος
7. πρόοδος
8. το τμήμα της εκκλησίας που είναι πρόσθετο στο ιερό.

Greek Monotonic

προσθήκη: ἡ (προστίθημι),
I. 1. προσθήκη, παράρτημα, συμπλήρωμα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἐν προσθήκης μέρει, με τον τρόπο του παραρτήματος, σε Δημ.
2. κάτι που προστίθεται, συμβαίνει, συμβάν, περίσταση, στον ίδ.
II. βοήθεια, συνδρομή· προσθήκῃ θεοῦ, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προσθήκη: ἡ, (προστίθημι) ὡς καὶ νῦν, προσθήκη, παράρτημα, συμπλήρωμα, μάλιστα ἐν βιβλίῳ, προσθήκας... μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Ἡρόδ. 4. 30, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3· εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι πρ. πέλοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 500· σμικρὰ πρ. Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Λάχ. 182C· ἐν προσθήκης μέρει, ἐν εἴδει παραρτήματος, Δημ. 22. 4, 154, 18· ἐν ὑπηρέτου καὶ πρ. μέρει ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν πρ. μοίρᾳ Λουκ. Ζεῦξις 2· προσθήκης μοῖραν ἐπεῖχον, ἦσαν εἶδος προσθήκης, Διον. Ἁλ. 5. 67· [Ἀντώνιος] πρ. τῆς γυναικὸς ἦν, σύμμαχος, ἐπίκουρος, Πλουτ. Ἀντών. 62 (ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ): ἐντεῦθεν, 2) συμβεβηκός τι, ἁπλῆ τις περίστασις, Δημ. 1477· 20 πᾶσίν εἰσι πράγμασι προσθῆκαι δύο, πάντα τὰ πράγματα ἔχουσι δύο τρόπους ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. 645. 3, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 631, Παροιμιογρ. ΙΙ. βοήθεια, συνδρομή, ἐπικουρία. προσθήκῃ θεοῦ Σοφ. Ο. Τ. 38· μάλιστα ἐπὶ προσθέτου βοηθείας, τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι Δημ. 777. 1. ΙΙΙ. μόριον (γραμμ.), ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ πάθος Λογγῖν. 21. 2.

Middle Liddell

προσθήκη, ἡ, προστίθημι
I. an addition, appendage, appendix, Hdt., Aesch.; ἐν προσθήκης μέρει by way of appendage, Dem.
2. something added, an accident, Dem.
II. assistance, προσθήκῃ θεοῦ Soph.

English (Woodhouse)

addition, something added, what is added

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προστίθημι → πρός + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.