πολύβροχος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /> | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />[[très humide]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βρέχω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />[[formé de plusieurs lacets]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βρόχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:09, 8 January 2023
English (LSJ)
(A), ον, (βρέχω) freshly infused several times, Dsc.1.128.6, al.
(B), ον, (βρόχος) with many nooses, E.HF1035 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 660] 1) stark benetzt, Diosc. 1, 186. – 2) mit vielen Stricken (βρόχος), Eur. Herc. F. 1035.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
très humide.
Étymologie: πολύς, βρέχω.
2ος, ον :
formé de plusieurs lacets.
Étymologie: πολύς, βρόχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύβροχος -ον [πολύς, βρόχος] met veel knopen.
Russian (Dvoretsky)
πολύβροχος: с многими петлями (πολύβροχ᾽ ἁμμάτων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύβροχος: -ον, (βρέχω) ὁ πολὺ βεβρεγμένος, Διοσκ. 1, 186. ΙΙ. (βρόχος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν βρόχων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1035.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημί-βροχος].
(II)
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές
2. πολύπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ. εΰ-βροχος)].
Greek Monotonic
πολύβροχος: -ον, αυτός που έχει πολλές θηλειές, σε Ευρ.