ἀνοπαῖα: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />à perte de vue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Ὀπ, cf. [[ὄψομαι]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[à perte de vue]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Ὀπ, cf. [[ὄψομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:15, 9 January 2023
English (LSJ)
only in Od.1.320 ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο, where it is variously written and explained:
1 acc. to Hdn.Gr.2.133, it is an Adv. (compd. of ἀνά, ὄπτομαι), she flew away unseen, unnoticed; or, acc. to Eust., = ἄνω, ἀνωφερές, up into the air, cf. καρπαλίμως ἀνόπαιον Emp.51, and Ἀνόπαια, the name of the pass above Thermopylae (Hdt.7.216).
2 acc. to Aristarch., ἀνόπαια or πανόπαια, a kind of eagle, cf. Hebr. ᾰνᾱπηᾱ 'heron'.
3 acc. to Gramm. in An.Ox.1.83, ἀν' ὀπαῖα (ἀνὰ ὀπήν) up by the hoie in the roof, up the smoke-vent.
Spanish (DGE)
• Diccionario Micénico: a-no-qa-si-ja.
French (Bailly abrégé)
adv.
à perte de vue.
Étymologie: ἀνά, R. Ὀπ, cf. ὄψομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοπαῖα: μόνον ἐν Ὀδ. Α. 320· ὄρνις δ’ ὥς ἀνοπαῖα διέπτατο, ἔνθα διαφόρως γράφεται καὶ ἑρμηνεύεται. 1) κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. παρ’ Εὐστ. εἶναι ἐπίρρ. (σύνθετον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ *ὄπτομαι) ἀπέπτη ἀπαρατήρητος, ἀόρατος· ἢ κατὰ τὸν Εὐστ., ἄνω, ἀνωφερές, ἐπάνω εἰς τὸν ἀέρα, πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἐμπεδ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, καρπαλίως ἀνόπαιον· πρβλ. Ἀνόπαια, ὄνομα τῆς διόδου τῆς ὑπεράνω τῶν Θερμοπυλῶν (Ἡρόδ. 7. 216). 2) κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., ἀνόπαια ἢ πανόπαια, εἶδος ἀετοῦ, πρβλ. Ὀδ. Γ. 371. 3) κατὰ τοὺς γραμμ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 1. 83, ἀν’ ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπὴν) ἄνω διὰ τῆς ὀπῆς τῆς στέγης (ὅθεν ὁ καπνὸς ἐξήρχετο), «ὀπή, ὀπαία καὶ ἀνόπαια ἡ καπνοδόχη· οὕτως Ἀριστοφάνης».
Greek Monolingual
ἀνόπαια επίρρ. (Α)
προς τα επάνω, προς τον ουρανό, ψηλά στον αέρα (δίνονται όμως και άλλες ερμηνείες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ στον Όμηρο. Προβληματικός τύπος, που είχε ήδη απασχολήσει τους αρχαίους γραμματικούς. Ο Ηρωδιανός γράφει ανοπαία και αποδίδει στη λ. τη σημασία «αόρατα» (επίρρημα συνθ. < ανα + όπτομαι, οπτός), η οποία όμως θεωρείται ότι προέκυψε από παρετυμολογία. Ασαφής φαίνεται επίσης η ερμηνεία του Ευσταθίου «στον αέρα» και η σύνδεση με τα τοπ. «άνω, ανωφερές». Κατά τον Αρίσταρχο ανόπαια ή πανόπαια «είδος αετού» (πρβλ. εβραϊκό ănāphā «ερωδιός». Επικρατέστερη θεωρείται η άποψη του Worner, που θεωρεί τη λ. ως σύνθετο εκ συναρπαγής ανόπαια (< ἀνὰ τῇ ὀπῇ) «ψηλά μέσα απ' την καμινάδα», συνδέοντας το με το επίθ. της φωτιάς ανόπαιος (Εμπεδοκλής), ερμηνεία που συμφωνεί με εκείνη άγνωστου αρχαίου γραμματικού κατά την οποία ανόπαια < αν'οπαία (ανά οπήν). Τέλος, εξαιτίας του τελικού ᾰ (κατάλ. πληθ. ουδ.) ο τ. χαρακτηρίζεται ως επίρρημα και όχι ως επίθετο θηλ. γένους].
Greek Monotonic
ἀνοπαῖα: επίρρ. είτε (από το ἀν- στερητικό και *ὄπτομαι), πέταξε μακριά αόρατη· είτε = ἄνω, ψηλά στον αέρα· ή ἀν' ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπήν), πάνω μέσω της τρύπας της στέγης, σε Ομήρ. Οδ.· άλλοι γράφουν ἀνόπαια, ἡ, είδος αετού.
Middle Liddell
either from ἀν-priv., * ὄπτομαι she flew away unseen; or = ἄνω, up into the air; or ἀν' ὀπαῖα ( = ἀνὰ ὀπήν) up by the smoke-vent, Od.:—others write ἀνόπαια, ἡ, a kind of eagle.
German (Pape)
Adv., s. ἀνόπαια.