ἐλλόγιμος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ellogimos | |Transliteration C=ellogimos | ||
|Beta Code=e)llo/gimos | |Beta Code=e)llo/gimos | ||
|Definition= | |Definition=ἐλλόγιμον,<br><span class="bld">A</span> [[held in account]] or [[held in regard]] (ἐν λόγῳ), [[in high repute]], Hdt.2.176, Pl.Prt. 327c, Smp.197a, al.; ἐ. ἐπὶ σοφίᾳ Id.Prt.361e: Sup., Plb.1.2.1, Philostr. VS1.9.1,al. Adv. [[ἐλλογίμως]] = [[with great reputation]] ib.2.11.1; ἔχειν τινός ib.33.2.<br><span class="bld">II</span> [[eloquent]], Men.Rh.p.354 S. (Sup.), Poll.2.125. Adv. [[ἐλλογίμως]] = [[eloquently]], ''Glossaria''<br><span class="bld">III</span> = [[ἔλλογος]], opp. [[ἄλογος]], Corp.Herm.12.6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐλλόγιμον,
A held in account or held in regard (ἐν λόγῳ), in high repute, Hdt.2.176, Pl.Prt. 327c, Smp.197a, al.; ἐ. ἐπὶ σοφίᾳ Id.Prt.361e: Sup., Plb.1.2.1, Philostr. VS1.9.1,al. Adv. ἐλλογίμως = with great reputation ib.2.11.1; ἔχειν τινός ib.33.2.
II eloquent, Men.Rh.p.354 S. (Sup.), Poll.2.125. Adv. ἐλλογίμως = eloquently, Glossaria
III = ἔλλογος, opp. ἄλογος, Corp.Herm.12.6.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [plu. dat. -μοισι Hdt.2.176]
I 1renombrado, reputado, insigne ἱρά Hdt.2.176, οἱ ἐλλόγιμοι ... ἄνδρες ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Prt.361e, cf. Prt.327c, τὰ ... ἐλλόγιμα ἱερὰ ζῴα en la religión egipcia OGI 56.9 (Tanis III a.C.), αἱ ἐλλογιμώταται τῶν προγεγενημένων δυναστειῶν las potencias más célebres del pasado Plb.1.2.1, νέος ἐλλόγιμος IUrb.Rom.1211, ποιηταί τινες τῶν ἐνλογιμωτάτων SEG 51.641.17 (Lócride II d.C.), ἡ Σμύρνα ἢ Ἔφεσος τοῦ ἐλλογιμωτάτου μέρους ἐστίν Men.Rh.354, cf. IUrb.Rom.686.8 (I d.C.), Poll.2.125, ἄνδρες ἐλλογιμώτατοι Phld.Acad.Hist.31.34, cf. Andro Alex.1, 1Ep.Clem.44.3, Dam.Hist.Phil.109
•subst. οἱ ἐλλογιμώτατοι = las personalidades Philostr.VS 492.
2 elocuente τῶν πάνυ ἐλλογίμων ἐγένετο (Ἀριστείδης) Aristid.Pro.111.10
•biz. frec. en sup. como tít. honoríf. ἐλλογιμώτατος trad. de lat. eloquentissimus ὁ ἐλλόγιμος σχολαστικός SB 11377.1 (V d.C.), POxy.4394.20 (V/VI d.C.), PMasp.117.14 (VI d.C.), IEphesos 3823.1 (crist.), συνήγορος SB 7033.21 (V d.C.), ἔκδικος POxy.1886.1 (V/VI d.C.).
3 racional, reflexivo ἄνδρες op. ἄλογος Corp.Herm.12.6, cf. 7.
II adv. ἐλλογίμως
1 con gran reputación οἱ ἐλλόγιμοι = φιλοσοφήσαντες Philostr.VS 591, ὁ Φιλόστρατος καὶ τούτου τοῦ μέρους ἐ. εἶχεν Filóstrato tuvo una gran reputación en esa rama de la elocuencia, Philostr.VS 628.
2 elocuentemente, Gloss.2.51.
German (Pape)
[Seite 801] (ὃ ἐν λόγῳ ἐστί), was in Betracht kommt, in Rechnung, Anschlag gebracht wird; οὐκ ἐλλόγιμον οὐδ' ἐνάριθμον Plat. Phil. 17 e; angesehen, ἐλλόγιμος γενέσθαι ἐν τῇ πόλει Prot. 316 c; καὶ φανὸς ἀπέβη Conv. 197. a; ῥήτωρ Phaedr. 269 d; ἐπὶ σοφίᾳ, wegen der Weisheit, Prot. 361 e; oft bei Folgdn. Auch von anderen Dingen, wie οἶνος Strab. XIII p. 628; αἱ ἐλλογιμώταται τῶν δυναστειῶν Pol. 1, 2, 1; πράξεις Plut. Cat. min. 15; geradezu = gelehrt, Philo. – Adv. ἐλλογίμως, Philostr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on fait grand cas, dont on tient compte.
Étymologie: ἐν, λόγος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλόγῐμος: выдающийся, прославленный, славный, замечательный (ῥήτωρ Plat.; δυναστεία Polyb.; πολεμικαὶ πράξεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλόγιμος: -ον, ὁ ἐν λόγῳ ὤν, ὅστις λογαριάζεται, θεωρεῖται σπουδαῖος, σημαίνων, ἔχων ὑπόληψιν, ὡς τὸ ἄξιος λόγου, Ἡρόδ. 2. 176, Πλάτ. Πρωτ. 327C, Συμπ. 197Α, κ. ἀλλ.· ἐλλ. ἐπὶ σοφίᾳ ὁ αὐτ. Πρωτ. 361Ε. ΙΙ. εὔγλωττος, Πολυδ. Β΄, 125. - Ἐπίρρ. ἐλλογίμως Φιλοστρ. Βί. Σοφ. 2. 11, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλλόγιμος, -ον)
γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του
μσν.- νεοελλ.
ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος
τιμητική προσφώνηση
αρχ.-μσν.
(για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής
αρχ.
1. αξιόλογος, ξεχωριστός
2. εύγλωττος
3. λογικός.
Greek Monotonic
ἐλλόγιμος: -ον, αυτός που λογαριάζεται (ἐν λόγῳ), άξιος λόγου, σπουδαίος, ένδοξος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
ἐλ-λόγιμος, ον
held in account (ἐν λόγῳ), notable, famous, Hdt., Plat.