τριήρης: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triiris | |Transliteration C=triiris | ||
|Beta Code=trih/rhs | |Beta Code=trih/rhs | ||
|Definition=(''[[sc.]]'' [[ναῦς]]), ἡ, gen. τριήρεος, Att. τριήρους | |Definition=(''[[sc.]]'' [[ναῦς]]), ἡ, gen. τριήρεος, Att. [[τριήρους]] ''IG''22.1629.615, Ion. [[τριήρευς]] Hippon.49.2; acc. εα, Att. η ''IG''22.1610.30, 1623.113, 1632.235,338 (but [[τριήρην]] ib.1628.35, 1629.862): nom. pl. [[τριήρεες]], Att. [[τριήρεις]]; gen. [[τριήρων]] ib.1627.397, etc., Ion.<br><span class="bld">A</span> τριηρέων Hdt.7.89; hence Choerob. ''in Theod.''1.411 H. prescribes as the contr. form [[τριηρῶν]], not [[τριήρων]], as in codd. of Th.6.46, X.''HG''1.4.11, D.14.9, v. Hdn.Gr.1.428; Thom.Mag.p.356 R. prescribes sg. [[τριήρεος]] and pl. [[τριήρων]] (<b class="b3">τριήρεων ρὰρ.. λέγομεν</b>), citing Aristid.1.431 J.: gen. dual τριήροιν X. ''HG''1.5.19:—a [[trireme]], i.e. prob. a [[galley]] with three men on each [[bench]], each man rowing one [[oar]], and three oars passing together through the [[παρεξειρεσία]] (cf. Tarn, ''Hellenistic Military and Naval Developments'', Cambridge 1930,pp.122 sqq.), Hdt.2.159, 7.36, Th.1. 13, 2.93, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''369b10, ''HA''533b6, ''Rh.''1411a23, ''IG''22.1623.276, Gal.''UP''1.24, etc.; τ. ἱππηγοί ''IG''22.1627.241.<br><span class="bld">2</span> metaph., a [[ship]]-[[shape]]d [[drinking]]-[[vessel]], Antiph.224.4, Epin.2.8.<br><span class="bld">3</span> as adjective = [[τριώροφος]] ([[of three stories]] or [[of three floors]]), [[οἰκία|οἰκίαι]] Aristid.''Or.''27(16).20. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:08, 25 August 2023
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ἡ, gen. τριήρεος, Att. τριήρους IG22.1629.615, Ion. τριήρευς Hippon.49.2; acc. εα, Att. η IG22.1610.30, 1623.113, 1632.235,338 (but τριήρην ib.1628.35, 1629.862): nom. pl. τριήρεες, Att. τριήρεις; gen. τριήρων ib.1627.397, etc., Ion.
A τριηρέων Hdt.7.89; hence Choerob. in Theod.1.411 H. prescribes as the contr. form τριηρῶν, not τριήρων, as in codd. of Th.6.46, X.HG1.4.11, D.14.9, v. Hdn.Gr.1.428; Thom.Mag.p.356 R. prescribes sg. τριήρεος and pl. τριήρων (τριήρεων ρὰρ.. λέγομεν), citing Aristid.1.431 J.: gen. dual τριήροιν X. HG1.5.19:—a trireme, i.e. prob. a galley with three men on each bench, each man rowing one oar, and three oars passing together through the παρεξειρεσία (cf. Tarn, Hellenistic Military and Naval Developments, Cambridge 1930,pp.122 sqq.), Hdt.2.159, 7.36, Th.1. 13, 2.93, Arist.Mete.369b10, HA533b6, Rh.1411a23, IG22.1623.276, Gal.UP1.24, etc.; τ. ἱππηγοί IG22.1627.241.
2 metaph., a ship-shaped drinking-vessel, Antiph.224.4, Epin.2.8.
3 as adjective = τριώροφος (of three stories or of three floors), οἰκίαι Aristid.Or.27(16).20.
French (Bailly abrégé)
ης, ες ; gén. ion. εος, att. ους;
à trois rangs de rames ; ἡ τριήρης (ναῦς) navire à trois rang de rames, trière (vaisseau de guerre ou de transport).
Étymologie: τρεῖς, ἄρω.
German (Pape)
gen. plur. τριηρέων Xen. Hell. 1.4.11, att. τριήρων. Thuc. 4.26, 6.46 und A., eigtl. dreifach versehen (ἄρω), ausgerüstet; gew. ἡ τριήρης, sc. ναῦς, ein Kriegsschiff mit drei Reihen von Ruderbänken über einander, ein Dreiruderer, eine Galeere, Ar. oft; Plat. Gorg. 469e und sonst; Xen. und Folgde. Vgl. über die verschiedenen Arten Böckh ath. Staatsh. I p. 300. – Auch ein einem Schiffe ähnliches Trinkgefäß, s. Porson Eur. Med. 139. – Von drei Stockwerken oder Geschossen, wie τριώροφος, Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριήρης -ους, zonder contr. -εος, ἡ [τρι -, ἐρέττω] triëre, drie-riemer (oorlogsschip met drie rijen roeiers).
Russian (Dvoretsky)
τριήρης: ους ἡ (gen. pl. τριήρων или τριηρῶν - ион. τριηρέων) триера, судно с тремя рядами гребцов Her., Thuc., Xen.
Greek Monolingual
-ους, η, ΝΜΑ
(στην αρχ. Ελλάδα) ταχύπλοο κωπήλατο, κατ' εξοχήν, πολεμικό πλοίο το οποίο είχε από τις δύο πλευρές τρεις σειρές κουπιών (α. «ἐκεῖθεν δ' ἀνήχθη εὐθὺ Γυθείου ἐπὶ κατασκοπὴν τῶν τριήρων», Ξεν.
β. «τῶν δὲ τριηρέων αριθμὸς μὲν ἐγένετο ἑπτὰ καὶ διηκόσιαι καὶ χίλιαι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ποτήρι που είχε το σχήμα πλοίου
2. ως επίθ. τριώροφος («οἰκίαι τριήρεις», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ήρης (ΙΙ)].
Greek Monotonic
τριήρης: (ενν. ναῦς), ἡ, γεν. -εος, -ους, Ιων. -ευς· αιτ. -εα, -η· ονομ. πληθ. τριήρεες, τριήρεις· γεν. τριηρέων, τριηρῶν· γεν. δυϊκοῦ τριήροιν· (τρίς, -ήρης)· Λατ. triremis, πλοίο με τρεις σειρές κουπιών, ο πιο συνηθισμένος τύπος πολεμικού πλοίου των Ελλήνων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Τριήρεις πρώτα ναυπήγησαν οι Κορίνθιοι, σε Θουκ.· πρβλ. θαλάμιος, ζυγίτης, θρανίτης.
Greek (Liddell-Scott)
τριήρης: (ἐξυπακ. ναῦς), ἡ, γενικ. εος, ους, Ἰων. ευς Ἱππῶν. 40· αἰτ. εα, η, (ἀλλὰ τριήρην, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Urkunden σ. 422. 34)· ὀνομ. πληθ. εες, εις· γεν. τριηρέων (οὐχὶ τριήρεων, ὡς Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. γράφει) Ἡρόδ. 7. 89· ἐντεῦθεν ὁ Χοιροβοσκ. ἐν Καν. γράφει συνῃρημένως τριηρῶν, οὐχὶ τριήρων, ὡς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Θουκ. 6. 46, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4. 11, Δημ. 180. 16, ἴδε Chandl. Gr. Acc. σ. 184· γεν. δυϊκοῦ τριήροιν (οῖν;), Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 19 (τρίς, -ήρης, ὃ ἴδε). Λατιν. triremis, πλοῖον ἔχον τρεῖς σειρὰς κωπῶν ἑκατέρωθεν τεταγμένας πλαγίως ἢ ἐν εἴδει βαθμίδων, καὶ ἦτο τοῦτο τὸ σύνηθες πολεμικὸν πλοῖον τῶν Ἑλλήνων, (ναῦς μακρά), πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2. 159, κλπ. Τριήρεις κατὰ πρῶτον ἐναυπήγησαν οἱ Κορίνθιοι, Θουκ. 1, 13. Οἱ κατώτατοι ἐρέται ἐκαλοῦντο θαλάμιοι, οἱ μέσοι ζυγῖται, καὶ οἱ ἀνώτατοι θρανῖται (ἴδε τὰς λέξεις)· ἑκάστη δὲ κώπη ἠλαύνετο ὑφ’ ἑνός ἐρέτου. Αἱ τριήρεις ἐξηκολούθουν νὰ εἶναι τὰ μέγιστα πολεμικὰ πλοῖα μέχρι περίπου τοῦ τέλους τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου· μετὰ ταῦτα πλοῖα μὲ τέσσαρας καὶ μὲ πέντε σειρὰς κωπῶν (τετρήρεις, πεντήρεις), κτλ., κατέστησαν κοινά· μνημονεύεται δὲ καὶ τεσσαρακοντήρης Πτολεμαίου τοῦ Φιλοπάτορος (Πλουτ. Δημήτρ. 43, Ἀθήν. 203D). Ἡ κατασκευὴ πλοίου μὲ τρεῖς σειρὰς κωπῶν ὡς εἶναι ἡ τριήρης, δὲν παρουσιάζει μεγάλην δυσκολίαν καθ’ ἑαυτήν, ἀλλ’ ὅταν ὑπολογίσῃ τις τὸν πελώριον ὄγκον τεσσαρακοντήρους, ἢ ἔτι καὶ δεκήρους (αἵτινες λέξεις σημειωτέον ὅτι εἶναι αὐστηρῶς ἀνάλογοι πρὸς τὸ τριήρης, triremis), τὸ ζήτημα τῆς ναυπηγίας τῶν ἀρχαίων καθίσταται λίαν δύσκολον καὶ δυσδιάλυτον, ἴδε Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει. 2) μεταφορ., ποτήριον ἔχον τὸ σχῆμα πλοίου, φιάλας, τριήρεις, τραγελάφους Ἀντιφάνης ἐν «Χρυσίδι» 1. 4· ἕτερον τριήρης· τοῦτ’ ἴσως χωρεῖ χόα Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 8, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139 (x).
Middle Liddell
[sub. ναῦς τρίς, -ήρης
Lat. triremis, a galley with three banks of oars, the common form of the Greek ship-of-war, Hdt., etc.: first built by the Corinthians, Thuc.:—cf. θαλάμιος, ζυγίτης, θρανίτης.
Frisk Etymology German
τριήρης: {triḗrēs}
See also: s. ἐρέτης.
Page 2,932
English (Woodhouse)
trireme, a ship with three banks of oars
Wikipedia EL
Η τριήρης ήταν αρχαίο κωπήλατο πολεμικό πλοίο με τρεις (3) σειρές κωπηλατών, το οποίο, πλήρως επανδρωμένο, μπορούσε να πλεύσει σε πρωτοφανή, για τα δεδομένα της εποχής ταχύτητα και έλκει την προέλευσή του από την Κόρινθο. Πρόκειται για εξέλιξη της διήρους, η οποία κυριαρχούσε, ήδη, στη Μεσόγειο Θάλασσα, με ιδιαίτερη χρήση από τους αρχαίους Έλληνες, τους Φοίνικες και, αργότερα, τους Ρωμαίους και προέλευση, πιθανώς, φοινικική. Ο όρος «διήρης» έπαψε να χρησιμοποιείται από τη Ρωμαϊκή περίοδο και μετά, έχοντας, πλέον, αντικατασταθεί από τον όρο «πεντηκόντορος».
Η τριήρης πήρε το όνομά της από τις τρεις σειρές κουπιών (αρχ. ελλ.: κωπίον/ ερέτης: κωπηλάτης/ Ερέτρια: η πόλη των κωπηλατών/ τρι-ήρης: τρεις σειρές κωπίων), με έναν κωπηλάτη ανά κουπί, όπως άρχισε να κατασκευάζεται, χαρακτηριστικό που ίσχυε καθολικά στους στόλους της αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής περιόδου. Η χρήση της τριήρους, σύντομα, επεκτάθηκε και σε ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου, πέραν των ελληνικών, αλλά αυτές υιοθέτησαν και παραλλαγές με δίκροτες τριήρεις, δηλαδή, με δυο καταστρώματα και δύο (2) κωπηλάτες ανά κουπί στο πάνω κατάστρωμα, καθώς και μονόκροτες, δηλαδή, με ένα κατάστρωμα και τρεις (3) κωπηλάτες ανά κουπί.
Wikipedia EN
A trireme (/ˈtraɪriːm/, TRY-reem; derived from Latin: trirēmis "with three banks of oars"; Ancient Greek: τριήρης triērēs, literally "three-rower") was an ancient vessel and a type of galley that was used by the ancient maritime civilizations of the Mediterranean, especially the Phoenicians, ancient Greeks and Romans.
The trireme derives its name from its three rows of oars, manned with one man per oar. The early trireme was a development of the penteconter, an ancient warship with a single row of 25 oars on each side (i.e., a single-banked boat), and of the bireme (Ancient Greek: διήρης, diērēs), a warship with two banks of oars, of Phoenician origin. The word dieres does not appear until the Roman period. According to Morrison and Williams, "It must be assumed the term pentekontor covered the two-level type". As a ship it was fast and agile, and it was the dominant warship in the Mediterranean during the 7th to 4th centuries BC, after which it was largely superseded by the larger quadriremes and quinqueremes. Triremes played a vital role in the Persian Wars, the creation of the Athenian maritime empire, and its downfall in the Peloponnesian War.
The term is sometimes also used to refer to medieval and early modern galleys with three files of oarsmen per side as triremes.
Wikipedia DE
Die Triere (altgriechisch τριήρης trieres) oder Trireme (lateinisch trieris, triremis, beides deutsch Dreiruderer) war ein rudergetriebenes Kriegsschiff des Altertums mit drei gestaffelt angeordneten Reihen von Ruderern (remiges) mit je einem Riemen. Sie war vom 6. bis zum 3. Jahrhundert v. Chr. das wichtigste Kriegsschiff der Seemächte im Mittelmeer.
Mantoulidis Etymological
(=πλοῖο μέ τρεῖς σειρές κουπιά). Ἀπό τό τρίς + ἐρέτης (=κωπηλάτης), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα. Ἄλλοι τό ἐτυμολογοῦν ἀπό τό τρίς + ἀραρεῖν τοῦ ἀραρίσκω (=συναρμόζω).
Translations
af: drieriemsgalei; ar: ثلاثية المجاديف; ast: trirreme; az: triyera; bg: триера; br: teirroeñveg; ca: trirrem; cs: triéra; da: triere; de: Triere; el: τριήρης; en: trireme; eo: triremo; es: trirreme; et: trieer; eu: trirreme; fa: ترایریم; fi: kolmisoutu; fr: trière; ga: tríréim; gl: trirreme; he: תלת-חתרית; hr: trijera; hu: triérész; id: trireme; io: triremo; it: trireme; ja: 三段櫂船; ka: ტრირემა; kk: трирема; ko: 삼단노선; la: triremis; lt: trirema; nl: trireem; no: trirem; oc: trirema;: triera; pt: trirreme; ro: triremă; ru: трирема; scn: tririmi; sh: trirema; simple: trireme; sk: triréma; sl: triera; sr: тријера; sv: trirem; tr: trireme; uk: трієра; zh: 三列槳座戰船