χωνεύω: Difference between revisions

From LSJ

πράξεις αἱ σοφαὶ τῶν σοφῶν ἀποστόλων → the wise acts of the wise Apostles

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choneyo
|Transliteration C=choneyo
|Beta Code=xwneu/w
|Beta Code=xwneu/w
|Definition=contr. fr. <b class="b3">χοανεύω</b> (q. v.). <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">coat</b> jars <b class="b2">with pitch</b>, τοὺς χωνεύοντας κεραμεῖς <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.441.3</span>, cf. <span class="bibl">15</span> (iii B. C.); κεχωνευκώς <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>741.26</span> (iii B. C.): but pf. part. Pass. <b class="b3">κεχωνημένα</b> ib.<span class="bibl">742.4</span> (iii B. C.) (<b class="b3">χωνεύω</b> and <b class="b3">κωνάω</b> became assimilated; cf. [[ἀχώνευτος]] and <b class="b3">ἀχώνητος</b> (Addenda)).</span>
|Definition=contr. fr. [[χοανεύω]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">II</span> [[coat]] jars [[with pitch]], τοὺς χωνεύοντας κεραμεῖς ''PSI''4.441.3, cf. 15 (iii B. C.); κεχωνευκώς ''PCair.Zen.''741.26 (iii B. C.): but pf. part. Pass. [[κεχωνημένα]] ib.742.4 (iii B. C.) ([[χωνεύω]] and [[κωνάω]] became assimilated; cf. [[ἀχώνευτος]] and [[ἀχώνητος]] (Addenda)).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1386.png Seite 1386]] zsgz. aus [[χοανεύω]], Metall schmelzen, gießen, aus geschmolzenem Metall bilden; Pol. 34, 9,11; κεχωνευμένον [[ἀργύριον]] Plut. Lucull. 17, und A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1386.png Seite 1386]] zsgz. aus [[χοανεύω]], Metall schmelzen, gießen, aus geschmolzenem Metall bilden; Pol. 34, 9,11; κεχωνευμένον [[ἀργύριον]] Plut. Lucull. 17, und A.
}}
{{bailly
|btext=fondre dans le creuset, fondre <i>en parl. d'un métal</i>.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[χοανεύω]] ; cf. [[χώνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''χωνεύω:''' стяж. Polyb. etc. = [[χοανεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χωνεύω''': συνῃρ. ἐκ τοῦ [[χοανεύω]], ὃ ἴδε.
|lstext='''χωνεύω''': συνῃρ. ἐκ τοῦ [[χοανεύω]], ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=fondre dans le creuset, fondre <i>en parl. d’un métal</i>.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[χοανεύω]] ; cf. [[χώνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[χωνεύγω]] Ν, και ασυναίρ. τ. [[χοανεύω]] Α [[χοάνη]]/[[χώνη]]<br /><b>1.</b> [[τήκω]] [[μέταλλο]] σε [[χοάνη]] ή σε κάμινο<br /><b>2.</b> (σχετικά με τροφές) [[πέπτω]], [[ολοκληρώνω]] τη [[λειτουργία]] πέψης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]], [[ενσωματώνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) [[γίνομαι]] [[στάχτη]], αποτεφρώνομαι<br />β) (για νερά) i) απορροφούμαι<br />ii) κατεβαίνει η [[στάθμη]] της επιφάνειάς μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ανέχομαι]], [[υποφέρω]] κάποιον («[[νομίζω]] ότι ο [[δάσκαλος]] δεν μέ χωνεύει [[καθόλου]]»)<br />β) [[κατανοώ]], [[συνειδητοποιώ]] [[κάτι]] (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί [[ακόμη]] να χωνέψει την [[προσβολή]] που της έκανε»)<br />γ) (στην [[ποίηση]]) [[εντάσσω]], [[προσαρμόζω]] («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους [[μέσα]] σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν θα το χωνέψεις»<br />(ως [[απειλή]]) δεν θα περάσει [[έτσι]], [[χωρίς]] να τιμωρηθείς<br />β) «χωνεμένη [[κοπριά]]» — [[κοπριά]] που έχει αποσυντεθεί και [[είναι]] κατάλληλη για [[λίπασμα]]<br />γ) «χωνεμένο [[τυρί]]» — [[τυρί]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[μέταλλο]] στη [[μήτρα]], [[χυτεύω]] («τὸν χαλκοῡν ἵππον χωνεύσας», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχρίω]] αγγεία με [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με χρήματα) [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[χωνεύγω]] Ν, και ασυναίρ. τ. [[χοανεύω]] Α [[χοάνη]]/[[χώνη]]<br /><b>1.</b> [[τήκω]] [[μέταλλο]] σε [[χοάνη]] ή σε κάμινο<br /><b>2.</b> (σχετικά με τροφές) [[πέπτω]], [[ολοκληρώνω]] τη [[λειτουργία]] πέψης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]], [[ενσωματώνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) [[γίνομαι]] [[στάχτη]], αποτεφρώνομαι<br />β) (για νερά) i) απορροφούμαι<br />ii) κατεβαίνει η [[στάθμη]] της επιφάνειάς μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ανέχομαι]], [[υποφέρω]] κάποιον («[[νομίζω]] ότι ο [[δάσκαλος]] δεν μέ χωνεύει [[καθόλου]]»)<br />β) [[κατανοώ]], [[συνειδητοποιώ]] [[κάτι]] (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί [[ακόμη]] να χωνέψει την [[προσβολή]] που της έκανε»)<br />γ) (στην [[ποίηση]]) [[εντάσσω]], [[προσαρμόζω]] («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους [[μέσα]] σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν θα το χωνέψεις»<br />(ως [[απειλή]]) δεν θα περάσει [[έτσι]], [[χωρίς]] να τιμωρηθείς<br />β) «χωνεμένη [[κοπριά]]» — [[κοπριά]] που έχει αποσυντεθεί και [[είναι]] κατάλληλη για [[λίπασμα]]<br />γ) «χωνεμένο [[τυρί]]» — [[τυρί]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[μέταλλο]] στη [[μήτρα]], [[χυτεύω]] («τὸν χαλκοῦν ἵππον χωνεύσας», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχρίω]] αγγεία με [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με χρήματα) [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χωνεύω:''' [[χώνη]], συνηρ. από [[χοανεύω]], [[χοάνη]].
|lsmtext='''χωνεύω:''' [[χώνη]], συνηρ. από [[χοανεύω]], [[χοάνη]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[χοάνη]]<br /><b class="num">I.</b> to [[cast]] [[into]] a [[mould]] ([[χόανος]]), Ar.<br /><b class="num">II.</b> to [[cast]] [[metal]]: —Pass., κεχωνευμένος Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωνεύω Medium diacritics: χωνεύω Low diacritics: χωνεύω Capitals: ΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: chōneúō Transliteration B: chōneuō Transliteration C: choneyo Beta Code: xwneu/w

English (LSJ)

contr. fr. χοανεύω (q.v.).
II coat jars with pitch, τοὺς χωνεύοντας κεραμεῖς PSI4.441.3, cf. 15 (iii B. C.); κεχωνευκώς PCair.Zen.741.26 (iii B. C.): but pf. part. Pass. κεχωνημένα ib.742.4 (iii B. C.) (χωνεύω and κωνάω became assimilated; cf. ἀχώνευτος and ἀχώνητος (Addenda)).

German (Pape)

[Seite 1386] zsgz. aus χοανεύω, Metall schmelzen, gießen, aus geschmolzenem Metall bilden; Pol. 34, 9,11; κεχωνευμένον ἀργύριον Plut. Lucull. 17, und A.

French (Bailly abrégé)

fondre dans le creuset, fondre en parl. d'un métal.
Étymologie: contr. de χοανεύω ; cf. χώνη.

Russian (Dvoretsky)

χωνεύω: стяж. Polyb. etc. = χοανεύω.

Greek (Liddell-Scott)

χωνεύω: συνῃρ. ἐκ τοῦ χοανεύω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α χοάνη/χώνη
1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο
2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης
νεοελλ.
1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2. (αμτβ.) α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) γίνομαι στάχτη, αποτεφρώνομαι
β) (για νερά) i) απορροφούμαι
ii) κατεβαίνει η στάθμη της επιφάνειάς μου
3. μτφ. α) ανέχομαι, υποφέρω κάποιον («νομίζω ότι ο δάσκαλος δεν μέ χωνεύει καθόλου»)
β) κατανοώ, συνειδητοποιώ κάτι (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί ακόμη να χωνέψει την προσβολή που της έκανε»)
γ) (στην ποίηση) εντάσσω, προσαρμόζω («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους μέσα σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)
4. φρ. α) «δεν θα το χωνέψεις»
(ως απειλή) δεν θα περάσει έτσι, χωρίς να τιμωρηθείς
β) «χωνεμένη κοπριά» — κοπριά που έχει αποσυντεθεί και είναι κατάλληλη για λίπασμα
γ) «χωνεμένο τυρί» — τυρί που έχει υποστεί ζύμωση
αρχ.
1. χύνω μέταλλο στη μήτρα, χυτεύω («τὸν χαλκοῦν ἵππον χωνεύσας», Αλέξ. Αφρ.)
2. επιχρίω αγγεία με πίσσα
3. μτφ. (σχετικά με χρήματα) συγκεντρώνω, μαζεύω.

Greek Monotonic

χωνεύω: χώνη, συνηρ. από χοανεύω, χοάνη.

Middle Liddell

[From χοάνη
I. to cast into a mould (χόανος), Ar.
II. to cast metal: —Pass., κεχωνευμένος Plut.