συμπαρομαρτῶ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symparomarto | |Transliteration C=symparomarto | ||
|Beta Code=sumparomartw= | |Beta Code=sumparomartw= | ||
|Definition=[[συμπαρομαρτέω]] = [[συμπαρέπομαι]], | |Definition=[[συμπαρομαρτέω]] = [[συμπαρέπομαι]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.24, App.''Ill.''27; of things, [[accompany]], σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος X.''Smp.''4.17; φόβος σ. τινί Id.''Cyr.''8.7.7; ὀσμαί Id.''Oec.''4.21, Ael.''VH''3.1; of symptoms, Aret.''SD''2.1, Steph.''in Gal.''1.237D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />accompagner <i>ou</i> escorter ensemble <i>ou</i> en même temps à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρομαρτέω]]. | |btext=-ῶ :<br />accompagner <i>ou</i> escorter ensemble <i>ou</i> en même temps à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρομαρτέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαρομαρτέω:''' [[сопровождать]], [[сопутствовать]] (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 25: | Line 31: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπαρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[συμπαρέπομαι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συμπαρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[συμπαρέπομαι]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω = [[συμπαρέπομαι]], Xen.] | |mdlsjtxt=fut. ήσω = [[συμπαρέπομαι]], Xen.] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[συνοδεύω]]). Σύνθετο ἀπό τίς προθέσεις σύν + [[παρά]] καί τό [[ρῆμα]] ὁμαρτῶ (=[[συνοδεύω]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
συμπαρομαρτέω = συμπαρέπομαι, X.Cyr.1.6.24, App.Ill.27; of things, accompany, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος X.Smp.4.17; φόβος σ. τινί Id.Cyr.8.7.7; ὀσμαί Id.Oec.4.21, Ael.VH3.1; of symptoms, Aret.SD2.1, Steph.in Gal.1.237D.
German (Pape)
[Seite 985] = συμπαρέπομαι; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accompagner ou escorter ensemble ou en même temps à côté de.
Étymologie: σύν, παρομαρτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρομαρτέω: сопровождать, сопутствовать (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρομαρτέω: συμπαρέπομαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, συνοδεύω, συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· φόβος σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.
Greek Monolingual
συμπαρομαρτῶ, συμπαρομαρτέω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α
συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῦν
τος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῦ κάλλους», Ξεν.
β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.)
νεοελλ.
(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα συμπαρομαρτούντα
τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρομαρτῶ «ακολουθώ, συνοδεύω»].
Greek Monotonic
συμπαρομαρτέω: μέλ. -ήσω, = συμπαρέπομαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ήσω = συμπαρέπομαι, Xen.]
Mantoulidis Etymological
(=συνοδεύω). Σύνθετο ἀπό τίς προθέσεις σύν + παρά καί τό ρῆμα ὁμαρτῶ (=συνοδεύω).