παροικία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroikia
|Transliteration C=paroikia
|Beta Code=paroiki/a
|Beta Code=paroiki/a
|Definition=ἡ, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πάροικος <span class="bibl">11</span>) <b class="b2">sojourning</b> in a foreign land, <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>19.10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span> 13.17</span>; <b class="b3">οἱ ἐν τῇ π</b>., = [[οἱ ἐκτός]], LXX <span class="title">Si.Prol.</span></span>
|Definition=ἡ, (πάροικος ''ΙΙ'') [[sojourning]] in a foreign land, [[LXX]] ''Wi.''19.10, ''Act.Ap.'' 13.17; <b class="b3">οἱ ἐν τῇ π.</b>, = [[οἱ ἐκτός]], [[LXX]] ''Si.Prol.''
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ἡ, das Wohnen eines Fremden in einem Orte ohne Bürgerrecht, erst Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ἡ, das Wohnen eines Fremden in einem Orte ohne Bürgerrecht, erst Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />séjour <i>ou</i> établissement en pays étranger.<br />'''Étymologie:''' [[πάροικος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παροικία -ας, ἡ [πάροικος] [[verblijf in den vreemde]].
}}
{{elru
|elrutext='''παροικία:''' ἡ [[пребывание на чужбине]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παροικία''': ἡ, ([[πάροικος]] ΙΙ) τὸ παροικεῖν ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἑβδ. (Σοφία Σολομ. ΙΘ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 17· οἱ ἐν τῇ παρ. = οἱ ἐκτός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ἐν τῷ προλόγῳ). ΙΙ. Ἐκκλησιαστ., παροικίαι [[εἶναι]] «αἱ παροικοῦσαι ἑκάστας τὰς πόλεις ἐκκλησίαι» Σύνοδος Ἀγκύρ. Κανὼν 18· οὕτω «[[παροικία]] Ἀντιοχείας» = [[ἐκκλησία]] Ἀντιοχείας, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 13· ἐκκλησιαστικὴ [[διοίκησις]], [[αὐτόθι]] 3. 28· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐφθαρμένῳ Λατ. τύπῳ parochia (Ἀγγλ. a parish), ἐνορία, [[αὐτόθι]] 1. 1, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''παροικία''': ἡ, ([[πάροικος]] ΙΙ) τὸ παροικεῖν ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἑβδ. (Σοφία Σολομ. ΙΘ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 17· οἱ ἐν τῇ παρ. = οἱ ἐκτός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ἐν τῷ προλόγῳ). ΙΙ. Ἐκκλησιαστ., παροικίαι [[εἶναι]] «αἱ παροικοῦσαι ἑκάστας τὰς πόλεις ἐκκλησίαι» Σύνοδος Ἀγκύρ. Κανὼν 18· οὕτω «[[παροικία]] Ἀντιοχείας» = [[ἐκκλησία]] Ἀντιοχείας, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 13· ἐκκλησιαστικὴ [[διοίκησις]], [[αὐτόθι]] 3. 28· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐφθαρμένῳ Λατ. τύπῳ parochia (Ἀγγλ. a parish), ἐνορία, [[αὐτόθι]] 1. 1, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[πάροικος]]; [[foreign]] [[residence]]: sojourning, X as strangers.
}}
{{Thayer
|txtha=παροικίας, ἡ ([[παροικέω]], [[which]] [[see]]), a Biblical and ecclesiastical [[word]] a [[dwelling]] [[near]] or [[with]] [[one]]; [[hence]], a sojourning, [[dwelling]] in a [[strange]] [[land]]: [[properly]], Sirach 21; cf. Fritzsche on [[παρεπίδημος]] (and references [[under]] [[παροικέω]]).
}}
{{grml
|mltxt=ή, ΝΜΑ [[πάροικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνολο]], [[κοινότητα]] ομοεθνών που κατοικούν σε μια [[ξένη]] [[πόλη]] ή [[χώρα]] («η ελληνική [[παροικία]] του Λονδίνου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η Εκκλησία, η πρώτη χριστιανική [[κοινότητα]] σε μια [[πόλη]] («[[παροικία]] Αντιοχείας», Ευσ.)<br /><b>2.</b> η εκκλησιαστική [[διοίκηση]]<br /><b>3.</b> η [[ενορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διαμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] και, ιδιαίτερα, το να κατοικεί [[κανείς]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] ως [[πάροικος]] [[χωρίς]] [[πολιτικά]] δικαιώματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροικία:''' ἡ ([[πάροικος]] II), [[διαμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παροικία]], ἡ, [[πάροικος]] II]<br />a sojourning in a [[foreign]] [[land]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':paroik⋯a 爬而-哀企阿<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':在旁-家(著) 相當於: ([[גּוּר]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':僑居,投宿,寄居;源自([[πάροικος]])=寄居的);由([[παρά]])*=旁,出於)與([[οἶκος]])*=住處)組成<br />'''出現次數''':總共(2);徒(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 寄居(2) 徒13:17; 彼前1:17
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικία Medium diacritics: παροικία Low diacritics: παροικία Capitals: ΠΑΡΟΙΚΙΑ
Transliteration A: paroikía Transliteration B: paroikia Transliteration C: paroikia Beta Code: paroiki/a

English (LSJ)

ἡ, (πάροικος ΙΙ) sojourning in a foreign land, LXX Wi.19.10, Act.Ap. 13.17; οἱ ἐν τῇ π., = οἱ ἐκτός, LXX Si.Prol.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, das Wohnen eines Fremden in einem Orte ohne Bürgerrecht, erst Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
séjour ou établissement en pays étranger.
Étymologie: πάροικος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροικία -ας, ἡ [πάροικος] verblijf in den vreemde.

Russian (Dvoretsky)

παροικία:пребывание на чужбине NT.

Greek (Liddell-Scott)

παροικία: ἡ, (πάροικος ΙΙ) τὸ παροικεῖν ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἑβδ. (Σοφία Σολομ. ΙΘ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 17· οἱ ἐν τῇ παρ. = οἱ ἐκτός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ἐν τῷ προλόγῳ). ΙΙ. Ἐκκλησιαστ., παροικίαι εἶναι «αἱ παροικοῦσαι ἑκάστας τὰς πόλεις ἐκκλησίαι» Σύνοδος Ἀγκύρ. Κανὼν 18· οὕτω «παροικία Ἀντιοχείας» = ἐκκλησία Ἀντιοχείας, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 13· ἐκκλησιαστικὴ διοίκησις, αὐτόθι 3. 28· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐφθαρμένῳ Λατ. τύπῳ parochia (Ἀγγλ. a parish), ἐνορία, αὐτόθι 1. 1, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.

English (Strong)

from πάροικος; foreign residence: sojourning, X as strangers.

English (Thayer)

παροικίας, ἡ (παροικέω, which see), a Biblical and ecclesiastical word a dwelling near or with one; hence, a sojourning, dwelling in a strange land: properly, Sirach 21; cf. Fritzsche on παρεπίδημος (and references under παροικέω).

Greek Monolingual

ή, ΝΜΑ πάροικος
νεοελλ.
σύνολο, κοινότητα ομοεθνών που κατοικούν σε μια ξένη πόλη ή χώρα («η ελληνική παροικία του Λονδίνου»)
μσν.
1. η Εκκλησία, η πρώτη χριστιανική κοινότητα σε μια πόληπαροικία Αντιοχείας», Ευσ.)
2. η εκκλησιαστική διοίκηση
3. η ενορία
αρχ.
η διαμονή σε ξένη χώρα και, ιδιαίτερα, το να κατοικεί κανείς σε ξένη χώρα ως πάροικος χωρίς πολιτικά δικαιώματα.

Greek Monotonic

παροικία: ἡ (πάροικος II), διαμονή σε ξένη χώρα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

παροικία, ἡ, πάροικος II]
a sojourning in a foreign land, NTest.

Chinese

原文音譯:paroik⋯a 爬而-哀企阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在旁-家(著) 相當於: (גּוּר‎)
字義溯源:僑居,投宿,寄居;源自(πάροικος)=寄居的);由(παρά)*=旁,出於)與(οἶκος)*=住處)組成
出現次數:總共(2);徒(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 寄居(2) 徒13:17; 彼前1:17