δυσπαρακόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysparakomistos
|Transliteration C=dysparakomistos
|Beta Code=dusparako/mistos
|Beta Code=dusparako/mistos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to carry along</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>19</span>; <b class="b3">πλοῦς δ</b>. a <b class="b2">difficult</b> voyage, <span class="bibl">Plb.3.61.2</span>.</span>
|Definition=δυσπαρακόμιστον, [[hard to carry along]], Plu.''Demetr.''19; <b class="b3">πλοῦς δ.</b> a [[difficult]] voyage, Plb.3.61.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de transportar]] τὸ (σιδηροῦν) πάτριον τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα Arist.<i>Fr</i>.481, κριθαί Plu.2.915f, dicho de los alimentos cargados por las hormigas, Plu.2.967f, cf. <i>Demetr</i>.19.<br /><b class="num">2</b> ref. al propio transporte [[dificultoso]], [[que supone un difícil traslado]] πλοῦς δ. una navegación difícil de realizar</i> Plb.3.61.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0686.png Seite 686]] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; [[πλοῦς]], schwierig, Pol. 3, 61, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0686.png Seite 686]] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; [[πλοῦς]], schwierig, Pol. 3, 61, 2.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δυσπαρακόμιστος''': -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος , δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· [[πλοῦς]] δ., [[δύσκολος]] [[πλοῦς]], δύσκολον [[ταξείδιον]], Πολύβ. 3. 61, 2.
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à transporter]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[παρακομίζω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />difficile à transporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παρακομίζω]].
|elrutext='''δυσπαρακόμιστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[неудобный для переноски или перевозки]] (διὰ [[μέγεθος]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> (о путешествии), [[трудный]] ([[πλοῦς]] Polyb.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de transportar]] τὸ (σιδηροῦν) πάτριον τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα Arist.<i>Fr</i>.481, κριθαί Plu.2.915f, dicho de los alimentos cargados por las hormigas, Plu.2.967f, cf. <i>Demetr</i>.19.<br /><b class="num">2</b> ref. al propio transporte [[dificultoso]], [[que supone un difícil traslado]] πλοῦς δ. una navegación difícil de realizar</i> Plb.3.61.2.
|lstext='''δυσπαρακόμιστος''': -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος, δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· [[πλοῦς]] δ., [[δύσκολος]] [[πλοῦς]], δύσκολον [[ταξείδιον]], Πολύβ. 3. 61, 2.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπαρακόμιστος:''' -ον ([[παρακομίζω]]), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, [[ασήκωτος]], [[δυσκίνητος]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''δυσπαρακόμιστος:''' -ον ([[παρακομίζω]]), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, [[ασήκωτος]], [[δυσκίνητος]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπαρακόμιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> неудобный для переноски или перевозки (διὰ [[μέγεθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о путешествии) трудный ([[πλοῦς]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]παρακόμιστος, ον [[παρακομίζω]]<br />[[hard]] to [[carry]] [[along]], [[difficult]], Polyb.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]παρακόμιστος, ον [[παρακομίζω]]<br />[[hard]] to [[carry]] [[along]], [[difficult]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρακόμιστος Medium diacritics: δυσπαρακόμιστος Low diacritics: δυσπαρακόμιστος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysparakómistos Transliteration B: dysparakomistos Transliteration C: dysparakomistos Beta Code: dusparako/mistos

English (LSJ)

δυσπαρακόμιστον, hard to carry along, Plu.Demetr.19; πλοῦς δ. a difficult voyage, Plb.3.61.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de transportar τὸ (σιδηροῦν) πάτριον τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα Arist.Fr.481, κριθαί Plu.2.915f, dicho de los alimentos cargados por las hormigas, Plu.2.967f, cf. Demetr.19.
2 ref. al propio transporte dificultoso, que supone un difícil traslado πλοῦς δ. una navegación difícil de realizar Plb.3.61.2.

German (Pape)

[Seite 686] schwer fortzuschaffen; Plut. Demetr. 19; πλοῦς, schwierig, Pol. 3, 61, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à transporter.
Étymologie: δυσ-, παρακομίζω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαρακόμιστος:
1 неудобный для переноски или перевозки (διὰ μέγεθος Plut.);
2 (о путешествии), трудный (πλοῦς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρακόμιστος: -ον, δυσκόλως παρακομιζόμενος, δυσκολομετακόμιστος, Πλούτ. Δημητρ. 19· πλοῦς δ., δύσκολος πλοῦς, δύσκολον ταξείδιον, Πολύβ. 3. 61, 2.

Greek Monolingual

δυσπαρακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μεταφέρεται
2. (για πλου) δύσκολος.

Greek Monotonic

δυσπαρακόμιστος: -ον (παρακομίζω), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, ασήκωτος, δυσκίνητος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

δυσ-παρακόμιστος, ον παρακομίζω
hard to carry along, difficult, Polyb.