ποταμοφόρητος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=potamoforitos | |Transliteration C=potamoforitos | ||
|Beta Code=potamofo/rhtos | |Beta Code=potamofo/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=ποταμοφόρητον, [[carried away by a river]], Apoc.12.15, ''PMag.Par.''1.876, Cyran.39; γῆ π. ''PStrassb.''5.10 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=ποταμοφόρητος -ον [[[ποταμός]], [[φορέω]]] door de rivier meegevoerd | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ποταμοφόρητον, carried away by a river, Apoc.12.15, PMag.Par.1.876, Cyran.39; γῆ π. PStrassb.5.10 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 688] vom Flusse getragen, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
emporté par le fleuve.
Étymologie: ποταμός, φορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμοφόρητος -ον [ποταμός, φορέω] door de rivier meegevoerd
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμοφόρητος: уносимый течением реки NT.
Spanish
English (Strong)
from ποταμός and a derivative of φορέω; river-borne, i.e. overwhelmed by a stream: carried away of the flood.
English (Thayer)
ποταμοφορητου, ὁ (ποταμός and φορέω; like ἀνεμοφορητος (cf. Winer's Grammar, 100 (94))), carried away by a stream (i. e. whelmed, drowned in the waters): Hesychius under the word ἀπόερσε.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα του ποταμού
2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» — προσχωσιγενής περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσιφόρητος].
Greek Monotonic
ποτᾰμοφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται μακριά από τον ποταμό, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμοφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.
Middle Liddell
ποτᾰμο-φόρητος, ον,
carried away by a river, NTest.
Chinese
原文音譯:potamofÒrhtoj 坡他摩-賀雷拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:飲-攜帶(的)
字義溯源:河流沖去,沖去;由(ποταμός)*=河流)與(φορέω)=有負擔,帶)組成;其中 (φορέω)出自(φόρος)=負擔),而 (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 沖去(1) 啓12:15
Léxico de magia
-ον llevado por el río de Osiris ἐλθέ μοι, ὁ γενάμενος Ἑσιῆς καὶ π., ἔμπνευσον τῷ δεῖνα ἀνθρώπῳ ἢ παιδί ven a mí, el nacido Hesies y llevado por el río, inspira al hombre o muchacho tal P IV 876